Η πιο αξιόλογη κινηματογραφική μεταφορά κόμικς μέχρι σήμερα είναι μια πλούσια σε θέαμα, χιούμορ και ουσία περιπέτεια επιστημονικής φαντασίας που θα αφήσει ικανοποιημένους μέχρι και τους μη φαν του είδους.
Όταν η Marvel ανακοίνωνε πως το γιγαντιαίο πρότζεκτ της μεταφοράς του κόμικς των “Avengers” θα αναλάμβανε ο τηλεοπτικός auteur και κόμικ φαν Τζος Γουίντον, το βασίλειο των geeks ξεσπούσε σε δάκρυα χαράς. Ο Γουίντον, εκτός από δημιουργός της καλτ “Buffy, the Vampire Slayer” και του αριστουργηματικού “Firefly”, είχε θητεύσει και ως συγγραφέας στην σειρά κόμικς των “X-Men”, αποτελώντας την ιδανική - αν και όχι τόσο προφανή για τα χολιγουντιανά στούντιο- επιλογή.
Δύο χρόνια και 220 εκατομμύρια δολάρια αργότερα, το ρίσκο της Marvel και η συναισθηματική επένδυση των fanboys/girls μοιάζουν να αποδίδουν καρπούς, αφού το μεγαλύτερο κινηματογραφικό crossover όλων των εποχών όχι μόνο ετοιμάστηκε χωρίς προβλήματα και καθυστερήσεις, αλλά αποτελεί και την καλύτερη μεταφορά κόμικς στη μεγάλη οθόνη που έχουμε δει μέχρι σήμερα.
Στο έπος των “Εκδικητών” συναντιούνται υπερήρωες σαν τον Iron Man (Ρόμπερτ Ντάουνι Τζούνιορ), τον Hulk (Μαρκ Ράφαλο), τον Thor (Κρις Χέμσγουερθ) και τον Captain America (Κρις Εβανς), τους οποίους έχουμε ήδη γνωρίσει στα δικά τους σινε-φραντσάιζ. Η αφηγηματική πρόκληση ήταν να δημιουργηθεί μία νέα περιπέτεια που θα ένωνε τις τύχες όλων των ηρώων απέναντι σε έναν κοινό στόχο, λαμβάνοντας υπόψη τις προηγούμενες ταινίες και οδηγώντας τους χαρακτήρες όπως οι τελευταίες είχαν υπαγορεύσει.
Η σκηνοθετική πρόκληση (ή τουλάχιστον μία από τις πολλές) ήταν να αντιμετωπιστούν με τέτοιο τρόπο οι σταρ της ταινίας (από τον Ντάουνι Τζούνιορ και την Γκούινεθ Πάλτροου μέχρι την Τζοχάνσεν) ώστε κάποιος να μη νιώσει παραγκωνισμένος και δημιουργήσει προβλήματα στην υπερπαραγωγή.
Με δύο λόγια, ο Τζος Γουίντον έπρεπε να μεταμορφωθεί στο σκηνοθετικό αντίστοιχο του Νικ Φιούρι - και τα κατάφερε, παρουσιάζοντας ένα σενάριο τόσο καλογραμμένο που θα έπρεπε να διδάσκεται σε μαθήματα συγγραφής: οι “Εκδικητές” διαθέτουν υποδειγματική δομή, άφθονο και αβίαστο χιούμορ και, κυρίως, χαρακτήρες που ξεδιπλώνονται με άνεση και συνέπεια στα 135 χορταστικά λεπτά της ταινίας.
Με ιερό σεβασμό στην αισθητική και την ψυχή του κόμικς, ο Γουίντον πετυχαίνει σε απόλυτο βαθμό αυτό που όλοι οι προγενέστεροι σκηνοθέτες αντίστοιχων μεταφορών προσπαθούσαν με διαβαθμισμένης επιτυχίας αποτελέσματα: να αποδώσουν την αίσθηση του χάρτινο καρέ στην μεγάλη οθόνη. Στην παραζάλη της μεγάλης μάχης του φινάλε των “Εκδικητών”, ένα μονοπλάνο μας μεταφέρει στη δράση του κάθε ήρωα, επιβεβαιώνοντας του λόγου του αληθές.
Από την διασκεδαστική και μπιτάτη πρώτη ώρα μέχρι τις επικές μάχες και την ένταση της δεύτερης, ο σκηνοθέτης, με όχημα την ιστορία του κομπλεξικού Λόκι που απειλεί με καταστροφή τη Γη αν δεν επέμβουν οι Εκδικητές, μιλάει για αυτό που πραγματικά τον ενδιαφέρει: τη δυναμική μιας ομάδας ανθρώπων με εξαιρετικές ικανότητες και τεράστια εγώ.
H αλληλεπίδραση του μεγαλοπιασμένου και πανέξυπνου Ιron Man με τον ιδυοφυή Μπρους Μπάνερ/Hulk, αλλά και με το (κυριολεκτικά) βγαλμένο από άλλη εποχή καλόπαιδο του Captain είναι μερικά μονάχα ψήγματα από την καθαρή διασκέδαση που μας προσφέρουν οι “Εκδικητές”. Είναι στους χιουμοριστικούς διαλόγους, στα κλεισίματα του ματιού στους φαν και σε κάθε είδους μικρή λεπτομέρεια που αυτή η ταινία φανερώνει το μεγαλύτερο ατού της: σέβεται τη νοημοσύνη του θεατή. Και ναι, επιπλέον του προσφέρει εξαιρετικής ποιότητας εφέ και δράση στο εντυπωσιακό (αλλά όχι κατ’ ανάγκη απαραίτητο) 3D.
Σε όσες διαστάσεις και να τη δείτε πάντως, το σίγουρο είναι ότι αποκλείεται να σας απογοητεύσει.
Φαίδρα Βόκαλη