Η νέα ταινία του Δημήτρη Αθανίτη ξεκινά -από το πρώτο της κιόλας πλάνο- από την «ακαδημαϊκή» παραδοχή πως η ευτυχία είναι μια έννοια ολότελα ρευστή που δεν μπορεί να καθοριστεί μέσα στον χρόνο.
Πρόκειται για την πέμπτη μεγάλου μήκους ταινία του σκηνοθέτη, που έκανε το ντεμπούτο του το 1994 με το «Αντίο Βερολίνο».
Για να στηρίξει την προβληματική του, ο σεναριογράφος και σκηνοθέτης επιλέγει τη διείσδυση στον, πιο ευάλωτο, γυναικείο ψυχισμό, και για να την αναπτύξει παραλληλίζει τις ιστορίες τριών γυναικών στη σημερινή Αθήνα που νιώθουν και την παραμικρή υποψία ευτυχίας τους να αναχαιτίζεται από την «οικογένεια», το στοιχειώδες κοινωνικό σύνολο.
Η Βέα ετοιμάζεται να πάρει πτυχίο φιλολογίας, ώσπου βρίσκεται αντιμέτωπη με την ξαφνική αυτοκτονία της μητέρας της. Η Ιρίνα, πόρνη, ονειρεύεται να φύγει για Καναδά με τον φίλο της, όμως οι προαγωγοί της, η μόνη «οικογένεια» που έχει στην Ελλάδα, δεν πρόκειται να την αφήσουν.
Και η Αννα, που ετοιμάζεται να παντρευτεί, θα νιώσει προδομένη από τον μνηστήρα της όπως είχε νιώσει με τον πατέρα της.
Οι ιστορίες θα αλληλοπλεχτούν αποτελεσματικά και το μωσαϊκό θα ολοκληρώσει τις θεματικές του προθέσεις, παρά τις σεναριακές αδυναμίες και την άστοχη, νομίζουμε, χρήση των φλασμπάκ που διακόπτουν άκομψα τη χρονική αλληλουχία.
Ρ.Ε