Το είδος του 'μεγαλόφωνου' κατασκοπικού φιλμ ανατρέπεται σε μια εξαιρετική, χαμηλών τόνων και φιλόδοξη ταινία που βασίζεται σε ένα εκπληκτικό σενάριο και ένα διαλεχτό καστ.
Μετά από το αριστουργηματικό «Άσε το Κακό να Μπει», που χρησιμοποίησε το genre των βαμπίρ για να πει μια ανθρώπινη ιστορία μοναξιάς και φιλίας, ο Σουηδός σκηνοθέτης Τομάς Άλφρεντσον κάνει το ριψοκίνδυνο βήμα προς τις 'μεγάλες κατηγορίες' με ένα αγγλόφωνο ντεμπούτο που τον φέρνει σε μια άλλη χώρα, μια καθ’ όλα βρετανική ιστορία από ένα κλασικό βιβλίο και ένα εμβληματικό αγγλικό χαρακτήρα – κι όμως του ταιριάζει γάντι. Η χαμηλών τόνων αλλά άκρως χαρακτηριστική του προσέγγιση έχει φτιάξει μια πραγματικά αξιοθαύμαστη κατασκοπική ταινία, που αφήνει τις φανφάρες ή τα πολλά κόλπα και χρησιμοποιεί ένα σύμπαν αγαπητό στο σινεμά για να φτιάξει με ευγλωττία μια ιστορία για ανθρώπους εξίσου περιθωριποιημένους.
Και τη φτιάχνει θαυμάσια. Οι κατάσκοποι στον κόσμο του Σμάιλι είναι άνθρωποι μισεροί, τραυματισμένοι από την προσπάθειά τους να κάνουν το καθήκον τους σε έναν ολοένα και πιο αμφίσημο κόσμο και να διατηρήσουν τουλάχιστον μια βιτρίνα αξιοπρεπούς ζωής. Η νοσταλγία για την δουλειά τους στο Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο δεν είναι απλά μια διαστρεβλωμένη ανάμνηση αλλά μια βαθιά ανάγκη να νιώσουν σιγουριά ότι αυτό που κάνουν είναι το σωστό, ότι αξίζει πραγματικά και βοηθά ουσιαστικά. Τέτοιες βεβαιότητες είχαν βέβαια στερέψει τη περίοδο που τους γνωρίζουμε – τώρα έχει μείνει μόνο η πικρία για τις μικρές και μεγάλες ήττες τους, και ο πανταχού παρών και τα πάντα πληρών παρανοϊκός φόβος της προδοσίας, που τους τρώει τα σωθικά.
Είναι ένα ελκυστικό, εγκεφαλικό σκηνικό, κόντρα στα κινηματογραφικά κλισέ για την κατασκοπεία, και ο Άλφρεντσον κάνει πραγματικό πάρτι με όλες τις πτυχές ενός σεναρίου-σταυροβελονιά από τους Πίτερ Στρόγκαν και Μπρίτζετ Ο’Κόνορ, που πραγματικά παραδίδει μαθήματα υπομονής στην αφήγηση, παίρνοντας ενίοτε και μεγάλα ρίσκα - η πρώτη ώρα περνά σχετικά χωρίς αξιοσημείωτα γεγονότα, φαινομενικά βέβαια, χτίζοντας αθόρυβα χαρακτήρες και υποπλοκές που βγάζουν νόημα μόνο αργότερα. Ο Σουηδός σκηνοθέτης έχει κάνει επίσης μια εξαιρετική επιλογή συνεργατών, με πρώτο και καλύτερο τον διευθυντή φωτογραφίας Χόιτε βαν Χόιτεμα να δημιουργεί με μαεστρία έναν κόσμο άκρως μελαγχολικό αλλά ταυτόχρονα ελκυστικό με θλιβερούς, ομιχλώδεις εσωτερικούς και μη χώρους, ποτισμένους από την καχύποπτη δυσφορία που κυβερνά την ιστορία.
Πανέξυπνη και η απόφαση που επέλεξε γνώριμα πρόσωπα στο καστ (αλλιώς η πλοκή θα ήταν ακόμη πιο περίπλοκη), ένα καστ που είναι κάτι παραπάνω από διαλεχτό και φυσικά στέκεται στο σύνολό του αντάξιο της περίστασης και των ζουμερών ρόλων. Ποια άλλη ερμηνεία λοιπόν θα μπορούσε να ηγείται μιας τόσο λιγομίλητης αλλάς γεμάτης αυτοπεποίθηση ταινίας και του καστ της, παρά ο σοφά μελετημένος Σμάιλι από τον πάντα εξαιρετικό Γκάρι Όλντμαν; Ο χαρακτήρας του είναι ένας άνθρωπος σχεδόν ξεγραμμένος στην αρχή, κάποιος που μιλά ελάχιστα και αρκείται στο να παρατηρεί τον κόσμο από το περιθώριο, κι όμως κάποιες στιγμές, φευγαλέα, αναδύεται ως ο πιο τρομερός αντίπαλος του παιχνιδιού που ξεδιπλώνεται μπροστά μας. Χρειάζεται έναν ηθοποιό εξίσου έξυπνο και συγκρατημένο – γιατί ο ρόλος και η ιστορία όλη δεν θα λειτουργούσε χωρίς μέτρο – και ο Όλντμαν δείχνει μια αξιοθαύμαστη εγκράτεια και σοφία στην ερμηνεία του. Μπορεί να είναι ένας ρόλος που δεν θα του κερδίσει το Όσκαρ αλλά είναι ο καλύτερος, ο πιο πλήρης της καριέρας του – και από πότε τα Όσκαρ δίδονται στους ηθοποιούς για τους ρόλους για τους οποίους πραγματικά τα αξίζουν;
Χριστίνα Λιάπη