Λουσάτο, σφιχτοδεμένο, γρήγορο, εντυπωσιακά σκοτεινό και περίπλοκα αλληγορικό, το «Κορίτσι» κερδίζει το στοίχημα των συγκρίσεων και πλουτίζει την κινηματογραφική φιλολογία του «Millennium»: η πλοκή γίνεται πιο καθαρή, τα επιμέρους επεισόδια αναδεικνύονται και οι χαρακτήρες ολοκληρώνονται και αποκτούν δραματουργική βαρύτητα.
Το αμερικανικό ριμέικ της διάσημης σουηδικής τριλογίας μπαίνει δυναμικά στο παιχνίδι με την παθιασμένη Ρούνεϊ Μάρα και τον σίγουρο Ντάνιελ Κρεγκ.
Την Λίζμπεθ δηλαδή και τον Μίκαελ, μια ατίθαση πανκ-χάκερ κι ένα διάσημο δημοσιογράφο, οι οποίοι αναλαμβάνουν να εξιχνιάσουν την δολοφονία μιας 16χρονης που έγινε πριν από σαράντα χρόνια.
Ας το γράψω ωστόσο από την αρχή: όλοι εδώ μέσα αγαπάμε Φίντσερ. Το οποίο σημαίνει ότι, ούτως ή άλλως, του δίνουμε ένα προβάδισμα έναντι του Σουηδού συναδέλφου του Νιλς Άρντεν Όπλεβ.
Πώς να το κάνουμε, αυτός ο άνθρωπος είναι ένας από τους σημαντικότερους δημιουργούς των τελευταίων χρόνων- ο σκηνοθέτης που μας έκαψε τον εγκέφαλο με το “Fight Club” και όρισε από την αρχή την έννοια του σίριαλ κίλερ με το “Seven”.
Βασικό του προτέρημα είναι η τοποθέτηση της «ενοχικής αθωότητας» μέσα σε ένα εντελώς καινούργιο πλαίσιο. Καταπιάνεται δηλαδή με καταφανώς ένοχους χαρακτήρες, οι οποίοι παρουσιάζονται ως αθώοι και υποβάλλονται σε μια επίπονη ανακριτική διαδικασία με αβέβαιη έκβαση. Η διαδικασία αυτή όμως (θα μπορούσε να ονομαστεί «αναζήτηση της αλήθειας») γίνεται παιχνίδι πολλαπλών κινδύνων αφού κανείς δεν ξέρει αν αυτή η αλήθεια θα τους ενοχοποιήσει τελικά ή θα τους αθωώσει. Η ανατροπή του φινάλε, ανατρέπει (ή μάλλον αντιστρέφει) και τις έννοιες της ενοχής και της αθωότητας.
Το είδαμε στο «Παιχνίδι», στο «Δωμάτιο Πανικού», στο “Zodiac”, στο “The Social Network”, σε όλο το έργο του.
Το ίδιο λοιπόν κάνει και τώρα. Παίρνει δυο ενόχους (την Λίζμπεθ και τον Μίκαελ), τους αθωώνει και τους αφήνει να περιπλανηθούν στον δραματουργικό λαβύρινθο που έφτιαξε ο Σουηδός συγγραφέας Στιγκ Λάρσον. Σκοπός τους είναι να αποκαλύψουν τα βρώμικα μυστικά μιας πάμπλουτης και πανίσχυρης οικογένειας. Στην πραγματικότητα όμως δεν διαχειρίζονται παρά την δική τους ενοχή, την ώρα που η δυσωδία της σουηδικής κοινωνίας σπάει το κέλυφος της ευημερίας και διαχέεται ενοχοποιώντας τους πάντες.
Το παρελθόν αυτής της «τέλειας κοινωνίας», μας λέει η ταινία, είναι γεμάτο με ναζί εγκληματίες, δολοφόνους, τραμπούκους και διεφθαρμένους επιχειρηματίες, ενώ και στο παρόν θα βρούμε πολλούς βιαστές, απατεώνες και σχιζοφρενείς εγκληματίες. Όλους μεταμφιεσμένους σε καθωσπρέπει τιμητές μιας ανύπαρκτης σουηδικής κανονικότητας.
Εμφανής στο βιβλίο του Λάρσον, η αλληγορία αυτή πέρασε και στις σουηδικές ταινίες, στην εκδοχή του Φίντσερ όμως αποκτά μια διαφορετική πληρότητα χωρίς ποτέ να καπελώνει την καταιγιστική δράση. Διότι, πρώτα από όλα, «Το Κορίτσι με το Τατουάζ» είναι μια αστυνομική καταδίωξη- ένα θρίλερ δολοφόνων, που θα μπορούσε να μοιάζει με το «Seven» ή το «Zodiac», αν δεν είχε τόσο διαφορετική κατάληξη.
Με μια κουβέντα: ο Φίντσερ τα κατάφερε. Ο ρυθμός του είναι πλαστικός κι έχει μια βαρύνουσα επιτακτικότητα που δεν σε αφήνει να ξεκολλήσεις από την οθόνη. Οι εικόνες του είναι απολύτως μελετημένες και τα παγωμένα χρώματα ταιριάζουν τέλεια με το παγωμένο περιβάλλον της πλοκής.
Άψογοι είναι επίσης και όλοι οι χαρακτήρες. Πολύπλοκοι, πολύπλευροι και ζωντανοί αφήνουν πίσω τα όποια λογοτεχνικά σχήματα και κερδίζουν μια καινούργια, και καθαρά δική τους, κινηματογραφικότητα.
Ορέστης Ανδρεαδάκης