«Η πισίνα είναι όλη μου η ζωή», λέει ο πρωταγωνιστής της ταινίας, ο σε γενικές γραμμές ανέκφραστος Άνταμ, για να εξηγήσει την απέραντη πίκρα του για τον παραγκωνισμό του από τη θέση του ως υπεύθυνου της πισίνας ενός πολυτελούς θερέτρου. Είναι απλά μια δουλειά που τον βοηθά να θυμάται τις παλιές του δόξες; Είναι κολακευμένος από το στάτους που του δίνει ένα χώρος με σαφή Δυτική νοοτροπία; Είναι δύσκολο να πει κανείς - αντίθετα με τον τίτλο της ταινίας, ο Άνταμ παραμένει σιωπηλός και χαμηλών τόνων, ένα πραγματικό αίνιγμα για τον θεατή, που καλείται παρόλ’ αυτά να ακολουθήσει την γεμάτη δυσάρεστες εκπλήξεις ιστορία του και μια συγκλονιστική, καταστρεπτική ανατροπή.
Ευτυχώς η ταινία καταφέρνει, αν όχι να δικαιολογήσει μια τέτοια σοκαριστική απόφαση, τουλάχιστον να την βάλει με δεξιοτεχνία σε ένα κοινωνικό και δραματουργικό πλαίσιο ώστε να την αναγνωρίσεις ως ενδεικτική της γενικότερης παρακμής που φέρνει ο εμφύλιος πόλεμος, οι κοινωνικές συγκρούσεις, ακόμη και ο ερχομός των γηρατειών. Αξιοθαύμαστη είναι η αυτοπεποίθηση του σεναριογράφου και σκηνοθέτη Μαχάματ-Σαλέχ Χαρούν να αφήσει την ιστορία του να ξεδιπλωθεί με αργούς ρυθμούς και μεγάλες σιωπές, χωρίς μελοδραματικά ξεσπάσματα και υπερβολικές εξηγήσεις για τις πράξεις του κεντρικού ήρωα, όσο και αν αυτές οι επιλογές τελικά υπονομεύουν το μομέντουμ της ιστορίας και κουράζουν.
Το ύψιστο κοπλιμέντο για την ταινία, όμως, προορίζεται για τον χειρισμό του εμφυλίου πολέμου: χωρίς να προσπαθεί να απεικονίσει τις ίδιες τις εμφύλιες συγκρούσεις, τις αφήνει να αιωρούνται πάνω από την πλοκή, κρυμμένες μέσα σε ραδιοφωνικά δελτία, εικόνες από πρόσφυγες ή την κεντρική σκηνή της βίαιης στρατολόγησης του γιου του Άνταμ, και να επενδύουν τα τεκταινόμενα με αυθεντική ένταση και σασπένς.
Χριστίνα Λιάπη