Το δεύτερο σκηνοθετικό πόνημα του νεαρού Τζεφ Νίκολς μετά το άκρως ενδιαφέρον «Ιστορίες πυροβολισμών» (2007) είναι ένα παράξενο φιλμ που κινείται με ρευστότητα, αν και ψύχραιμα και μεθοδικά, ανάμεσα στο ψυχολογικό δράμα και το εσχατολογικό θρίλερ.
Με άλλα λόγια την πραγματικότητα και την παραίσθηση, έτσι όπως τις αντιλαμβάνεται ένας φαινομενικά συνηθισμένος εργάτης οικοδομών και οικογενειάρχης σε μια επαρχιακή πόλη του Αρκανσο. Η καθημερινότητα του 40άρη Κέρτις αναστατώνεται μετά το φριχτό όνειρο μιας επικείμενης θύελλας που συνοδεύεται από αστραποβρόντια και καταλήγει σε μια μυστηριώδη βροχή από λάσπη. Καθώς οι εφιάλτες κλιμακώνονται σε έντονες παραισθήσεις, το ίδιο επιδεινώνεται και η εμμονοληψία του άντρα, που όλο και πιο απότομος στη συμπεριφορά του και πεπεισμένος για την τάχα επερχόμενη συντέλεια του κόσμου, παίρνει δάνειο για να ανακαινίσει και να γεμίσει προμήθειες το καταφύγιο του σπιτιού του, ενώ η οικογένεια είναι ήδη χρεωμένη, με τα ιατρικά έξοδα για την κωφή κόρη του να τρέχουν.
Ο σεναριογράφος - σκηνοθέτης αντιπαραβάλλει προσεκτικά κάθε βουτιά στο νοητικό σύμπαν του ήρωα με τις εναλλασσόμενες δυναμικές των σχέσεών του, ενδοοικογενειακά και κοινοτικά, μέσα από σημειολογικές αποχρώσεις: η γήινη, «τσιμεντένια» εργατοτεχνία του κόντρα στους φασματικούς φόβους, η αποκοπή επικοινωνίας με τους γύρω σε συνάρτηση με την κωφότητα του μοναχοπαιδιού, το καταφύγιο από τον φυσικό όλεθρο ως η έσχατη πνευματική απομόνωση.
Το ψυχολογικό στοιχείο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το οικογενειακό - κοινωνικό - τοπογραφικό (με τον θαυμαστό τρόπο που το διατηρούσε και ο Αυστραλός Πίτερ Γουίαρ σε μια από τις παλιότερες, παρόμοιου θέματος, ταινίες του, το «Τελευταίο κύμα»), ο Μάικλ Σάνον παραδίδει μαθήματα ερμηνευτικής εκφραστικότητας, οι δραματικές εντάσεις χαράσσονται στον νου με το σθένος τους, αν και ομολογούμε πως μας ψιλομπέρδεψε το φινάλε, το οποίο, αν και εκπληκτικά δομημένο, παραείναι ανοιχτό σε ερμηνείες για να μπορεί να δικαιολογήσει την πνευματική κατάσταση του άρρωστου Κέρτις.
Ρόμπυ Εκσιέλ