Μια γυναίκα κάθεται στο περβάζι του παραθύρου με το σώμα της σχεδόν να κρέμεται απειλητικά στο κενό και καθαρίζει σχολαστικά τα τζάμια. Τα τρία παιδιά της, κρυμμένα, την παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα και μια ψιθυριστή παράκληση να κρέμεται από τα χείλη τους «Μαμά, σε παρακαλώ, μην πέσεις»…
Αυτή είναι μονάχα μία σκηνή από την αλληλοδιαδοχή των συγκλονιστικών tableaux vivants που περιγράφουν την ζωή μιας χαρακτηριστικής οικογένειας της βρετανικής εργατικής τάξης στο Λίβερπουλ της δεκαετίας του ’40. Ανενδοίαστα αυτοβιογραφικό, το «Distant Voices, Still Lives» είναι μια συλλογή προσωπικών αναμνήσεων που περικλείουν ατόφιο το απόσταγμα μιας εποχής και μιας χώρας. Ωστόσο, ο Ντέιβις δεν ενδιαφέρεται για την αυστηρή χρονολογική σειρά των γεγονότων. Από την αρχή της ταινίας είναι κατηγορηματικός: η δομή της μνήμης δεν είναι γραμμική. Γι’ αυτό και επιλέγει τη συνειρμική οδό και ξετυλίγει τις εκθαμβωτικές, φαινομενικά ασύνδετες βινιέτες του, βασισμένος στην αντιπαράθεση συναισθημάτων.
Χωρισμένο σε δύο τμήματα («Distant Voice» και «Still Lives»), γυρισμένα με διαφορετικό συνεργείο και ένα διάστημα δύο ετών ανάμεσά τους, το φιλμ είναι το χρονικό μιας οικογένειας πριν και μετά το θάνατο του αυταρχικού πατέρα.. Καθώς επιτίθεται με ανεξέλεγκτες εκρήξεις σωματικής και ψυχολογικής βίας στη σύζυγο και τα παιδιά του, εκείνοι αναζητούν διέξοδο σε μικρά πράγματα. Η στωική μητέρα στις καθημερινές οικιακές εργασίες, τα παιδιά σε σκέψεις εκδίκησης και φυγής. Και όλοι τους, κυρίως, στο λυτρωτικό απόθεμα συναισθηματικής υποστήριξης που έκρυβε η λαϊκή κουλτούρα της εποχής: από τις ραδιοφωνικές εκπομπές στα εκτονωτικά δάκρυα που γενναιόδωρα χάριζε το σινεμά και από τα δημοφιλή τραγούδια της μεταπολεμικής περιόδου στις οικογενειακές και φιλικές συγκεντρώσεις στις pub που κρατούσαν ζωντανούς τους κάθε είδους ανθρώπινους δεσμούς.
Κάθε τέτοια δραστηριότητα και απλή κοινωνική συνεύρεση μετατρέπεται από τον Ντέιβις σε τελετουργία ύψιστης σημασίας. Η απελευθέρωση από την τυραννική παρουσία του πατέρα δεν έρχεται ολοκληρωτικά ούτε μετά τον θάνατό του. Τους στοιχειώνει ακόμη, είτε ως τραυματική θύμηση είτε, στην περίπτωση των γυναικών, με τη μορφή καταπιεστικών συζύγων που παίρνουν την θέση του.
Το «Distant Voices, Still Lives» δεν είναι ένα φιλμ που περιγράφεται εύκολα, περισσότερο βιώνεται και γίνεται αντιληπτό με τις αισθήσεις, αποτελώντας την πεμπτουσία της ανθρώπινης μνήμης ή, όπως το αποκαλεί ο ίδιος ο Ντέιβις, «ένα μωσαϊκό μνήμης». Ακόμη και σήμερα, είκοσι χρόνια μετά τη δημιουργία του, ο τρόπος που χρησιμοποιεί τη μουσική και μεταλλάσσει ιδιοσυγκρασιακά τις επιρροές από τα τεχνικόλορ μιούζικαλ της MGM παραμένει πρωτοποριακός. Η σπαρακτική ερμηνεία των τραγουδιών από τους ίδιους τους χαρακτήρες ενέχει ένα κινηματογραφικό αντίστοιχο της προφορικής παράδοσης.
Τα τραγούδια συχνά αντικαθιστούν τη δράση ή το διάλογο, τα συναισθήματα που δεν εκφράζονται με λόγια, εν είδει παραμυθίας στον καθημερινό πόνο και συνοδείας στα όσα κρατούν δεμένη μια οικογένεια σπαραγμένη από την καθημερινή βία. Αν και απέχει μακράν από το να μπορεί να χαρακτηριστεί καθαρό μιούζικαλ, η ταινία αποτελεί ιδανική μεταφορά της ιδέας της απόδρασης, που παραδοσιακά εξέφραζε το είδος, στο πλαίσιο του κοινωνικού ρεαλισμού που έκανε διάσημους τους συμπατριώτες του Ντέιβις, όπως ο Κεν Λόουτς και ο Μάικ Λι.
Χρησιμοποιώντας ένα φίλτρο που αποδυναμώνει όλα τα βασικά χρώματα εκτός από το φλογερό κοκκινάδι στα χείλη των γυναικών, ο Ντέιβις δίνει στην αριστοτεχνική φωτογραφία γήινους τόνους και στην ταινία την αίσθηση ενός ανεκτίμητου οικογενειακού άλμπουμ, βάναυσα προσγειωμένου στην πραγματικότητα και ταυτόχρονα εμποτισμένου με την αιθέρια ατμόσφαιρα μιας ανάμνησης που σβήνει. Κάποιοι θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν τον αισθητικό περφεξιονισμό του Ντέιβις επιτηδευμένο και ομολογουμένως εύκολα θα μπορούσε να μετατραπεί σε μια αδυσώπητα καταθλιπτική άσκηση ύφους, όμως οι θεατές ανασαίνουν μέσα από την ίδια την παρηγοριά που ο Ντέιβις χαρίζει στους πρωταγωνιστές του.
Με ισχυρές δόσεις αιχμηρού χιούμορ και ειρωνείας αλλά ποτέ εμπάθειας απέναντί τους. Το αποτέλεσμα είναι η σημαντικότερη ίσως βρετανική ταινία των τελευταίων είκοσι ετών, ένα τολμηρό αισθητικό πείραμα, ένα επίτευγμα που από τότε η τόσο παραγωγική αυτή κινηματογραφία δεν έχει ακόμη επαναλάβει.