Βλέποντας κανείς το βαθύτατα ιαπωνικό, στιλιστικά και θεματικά, «Kwaidan», είναι αδύνατο να φανταστεί ότι η πρώτη ύλη αντλήθηκε από το συγγραφικό έργο ενός δυτικού, του Λευκάδιου Χερν. Ελληνοϊρλανδός στην καταγωγή, ο Χερν μετανάστευσε μόνιμα στην Ιαπωνία στα τέλη του 19ου αιώνα και ενστερνίστηκε σε τέτοιο βαθμό την ιαπωνική κουλτούρα, ώστε το έργο του να θεωρείται πλέον και από τους ίδιους του Ιάπωνες αναπόσπαστο τμήμα της πολιτιστικής τους κληρονομιάς. Διασκευάζοντας τέσσερα από τα διηγήματα του Χερν, ο Κομπαγιάσι κατόρθωσε με το «Kwaidan» να αναγάγει τις ιστορίες φαντασμάτων σε υψηλή τέχνη, σε μια χώρα όπου το λαϊκό αυτό είδος είχε την τιμητική του στον κινηματογράφο και όχι μόνο.
Ένας φτωχός σαμουράι επιστρέφει στην πιστή σύζυγό του, μετανιώνοντας που την εγκατέλειψε για να παντρευτεί μια γόνο αριστοκρατικής οικογένειας, και ανακαλύπτει έκπληκτος ότι ο χρόνος δεν την έχει αγγίξει. Εν μέσω χιονοθύελλας, ένας ξυλοκόπος έρχεται αντιμέτωπος με μια μυστηριώδη γυναίκα που σκοτώνει με την παγωμένη ανάσα της. Ένας τυφλός νεαρός μοναχός ξυπνάει με την θεσπέσια μουσική του τα πνεύματα μιας ολόκληρης στρατιάς πολεμιστών. Ένας σαμουράι αντικρίζει μέσα στο φλιτζάνι του τσαγιού μια αντανάκλαση που δεν είναι δική του και οδηγείται σταδιακά στην παράνοια.
Ένας ένας οι ήρωες του «Kwaidan» αποσπώνται βίαια από την καθημερινότητά τους για να εισέλθουν σε έναν κόσμο που κατοικείται από ανθρωπόμορφα στοιχειά και διέπεται από κανόνες άγνωστους στους θνητούς. Εκφράζοντας την άρρηκτη σχέση ζωής και θανάτου που διέπει την ιαπωνική παράδοση και τέχνη, το – γυρισμένο σχεδόν αποκλειστικά σε κυκλώπεια στούντιο – «Kwaidan» είναι ένας αισθητικός θρίαμβος που χρειάστηκε τέσσερα χρόνια για να ολοκληρωθεί.
Αν και πρόκειται για την πρώτη έγχρωμη ταινία του Κομπαγιάσι, η προϋπηρεσία του σκηνοθέτη στις εικαστικές τέχνες τού έδωσε τα εφόδια να αξιοποιήσει στο μέγιστο πρωτόγνωρες τεχνικές, αναπαράγοντας ριζοσπαστικά το ύφος της ιαπωνικής ζωγραφικής με εκθαμβωτικά αποτελέσματα. Τα – ενίοτε σουρεαλιστικά – σκηνικά (όπως για παράδειγμα τα μάτια που δεσπόζουν στον ουρανό στην ιστορία της γυναίκας του χιονιού) είναι ζωγραφισμένα στο χέρι, αντί η αίσθηση, όμως, του τεχνητού περιβάλλοντος να ξενίζει και να αποσπά τον θεατή, συνηγορεί με την ανατριχιαστική ηχητική επένδυση του Τόρου Τακεμίτσου σε μια αίσθηση απόκοσμου απόλυτα εναρμονισμένη με τις επιβλητικές σινεμασκόπ συνθέσεις.
Ο τρόμος και το φτηνό σοκ δεν ήταν ποτέ στις άμεσες επιδιώξεις του Κομπαγιάσι, το δέος όμως είναι ένα συναίσθημα που προκαλεί από τα πρώτα κιόλας λεπτά. Στόχος του είναι να οδηγήσει τον θεατή σε έναν κόσμο, όπου το φανταστικό είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός και το επιτυγχάνει απόλυτα, προσκαλώντας μας σε μια ανεπανάληπτη βουτιά στο υπερφυσικό.