Κι εκεί που ήμασταν έτοιμοι να συνηθίσουμε τα γυαλιά του 3D και τις ψηφιακές αρλούμπες των ειδικών εφέ, συνειδητοποιήσαμε ότι η έκπληξη της χρονιάς είναι μια ταινία που θα μας πάει πίσω στην ξεχασμένη απλότητα της κινηματογραφικής φόρμας- ακριβώς έτσι όπως ορίστηκε πριν από εκατό χρόνια.
Μια ταινία χωρίς χρώμα και χωρίς πρόζα, που όμως γίνεται εκθαμβωτικά πολύχρωμη και πολύγλωσση, προτάσσοντας την διαλεκτική των πρωταρχικών αξιών του σινεμά: την έκφραση, την κίνηση και το μοντάζ. Και βεβαίως την μουσική, αφού η εξαιρετική μπάντα του Λουντοβίκ Μπουρς συνοδεύει όλες τις, χωρίς διαλόγους, ερμηνείες των ηθοποιών.
Στην πραγματικότητα το “The Artist” δεν είναι παρά μια μπανάλ καινοτομία. Μια επαναφορά του βασικού κινηματογραφικού συντακτικού που ασθμαίνει, εδώ και χρόνια, κάτω από την πίεση ανούσιων, και δήθεν πρωτοπόρων, τεχνολογικών επιτευγμάτων.
Η δομή της είναι απλή και ακόμη απλούστερα είναι τα υλικά με τα οποία χτίστηκε: ένας άνδρας, μια γυναίκα, ένας έρωτας, μια μεταβατική εποχή, μια αποτυχία, μια επιτυχία, ένα πάθος, μερικές συμπτώσεις, αρκετό δράμα, συγκίνηση, λυτρωτικό χιούμορ, κι ένα σκυλί.
Ο άνδρας είναι ένας διάσημος σταρ του βωβού σινεμά, η γυναίκα μια άσημη κομπάρσα κι η μεταβατική εποχή τα τέλη της δεκαετίας του 20, τότε που το σινεμά ήρθε αντιμέτωπο με την επανάσταση του ήχου και η μεγάλη οικονομική κρίση ανέτρεψε την ανεμελιά μιας πλαστής αθωότητας.
Αυτός ο σταρ λοιπόν, ο Ζορζ Βαλεντίν (Ζαν Ντιζαρντάν) -που το όνομά του παραπέμπει στον Ροδόλφο Βαλεντίνο και η φινέτσα του στον Φρεντ Αστέρ- αρνείται να προσαρμοστεί με τον ομιλούντα κινηματογράφο και διαπιστώνει ότι η λάμψη του δεν οφειλόταν παρά στην χρυσόσκονη με την οποία τον είχε πασπαλίσει το χολιγουντιανό σύστημα.
Παράλληλα η κομπάρσα, η Πέπι Μίλερ (Μπερενίς Μπεζό) κερδίζει το στοίχημα του ήχου και γίνεται σταρ του νέου είδους που γεννιέται. Φυσικά είναι κρυφά ερωτευμένη μαζί του και συμπάσχει, εξ αποστάσεως, με το δράμα του.
Πάνω σ΄ αυτό το απλό σχήμα έχουν γυριστεί δεκάδες ταινίες, όπως το “Ένα Αστέρι Γεννιέται”, η δύναμη του “The Artist” όμως δεν βρίσκεται στην πλοκή αλλά στο στιλιστικό περιβάλλον μέσα στο οποίο ξεδιπλώνεται.
Ανατρέχοντας στα πρώτα χρόνια του σινεμά ο Χαζαναβίσιους (μέχρι τώρα σκηνοθέτης εμπορικών κωμωδιών που κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά) δανείστηκε την φόρμα, την σύνταξη και τη λογική των βωβών ταινιών.
Κατ’ αρχάς δίδαξε στους ηθοποιούς την ερμηνευτική πρακτική των πρώτων 35 χρόνων του σινεμά που βασίστηκε στις εκφραστικές κινήσεις, στην έντονη κατεύθυνση του βλέμματος, στις συσπάσεις του προσώπου. Κράτησε επίσης το κλασικό και πιο τετράγωνο φορμά εκείνης της εποχής (1:33), έδωσε βάρος στο δυναμικό μοντάζ (κάτι που σύγχρονοι σκηνοθέτες έχουν πια ξεχάσει) και άφησε τον διευθυντή φωτογραφίας του, τον Γκιγιόμ Σιφμάν, να χρησιμοποιήσει ξεχασμένους φακούς και ειδικά φίλτρα για να ξαναζωντανέψει την ιδιαίτερη, γοητευτικά παλιομοδίτικη, ατμόσφαιρα των βωβών ταινιών.
Κάθε τι που βλέπουμε σε αυτή την ταινία, είναι αυθεντικό και έρχεται με φόρα από την δεκαετία του 20: μια ιστορία της εποχής τοποθετημένη στο σωστό αισθητικό πλαίσιο, παλιές ταινίες του Ντάγκλας Φέρμπανκς, του Έρολ Φλιν, αλλά και του Ορσον Γουέλς που περνούν “μέσα στην ταινία” και κλείνουν το μάτι στους σινεφίλ, απλά τρυκ που αναδεικνύουν αυτή ακριβώς την πρωταρχική κινηματογραφική απλότητα.
Δείτε το “The Artist” άφοβα. Είναι μια από τις καλύτερες ταινίες της χρονιάς. Θα σας παρασύρει, θα σας γοητεύσει, θα σας συγκινήσει, θα σας κάνει να γελάσετε. Και κυρίως θα σας κάνει να θυμηθείτε ότι το σινεμά δεν είναι μια ασήμαντη ψηφιακή απάτη, αλλά μια συλλογική ψευδαίσθηση υψηλής αισθητικής.
Ορέστης Ανδρεαδάκης