Η νέα ταινία των αδερφών Νταρντέν, που έφυγε από το φετινό Φεστιβάλ Καννών με το Μεγάλο Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής (παρότι άνετα θα μπορούσε να έχει αποσπάσει έναν Φοίνικα - τον τρίτο της καριέρας τους), προσθέτει στη φιλμογραφία των Βέλγων σκηνοθετών ένα ακόμη εξαιρετικό δράμα με δυνατές ερμηνείες. Σε αυτό, ο Σιρίλ (Τομά Ντορέ) εγκαταλείπεται από τον πατέρα του σε κάποιο ίδρυμα χωρίς εξηγήσεις. Καθώς δυσκολεύεται να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα και αρνείται να αποδεχτεί την πατρική απόρριψη, γνωρίζει τυχαία τη Σαμάνθα (Σεσίλ ντε Φρανς), μια σαραντάχρονη κομμώτρια, με την οποία σταδιακά δένεται συναισθηματικά.
Μέσα από το γνωστό κινηματογραφικό τους στυλ, οι Νταρντέν φτιάχνουν μια εξαιρετική ιστορία ενηλικίωσης στην οποία ο νατουραλισμός βαδίζει χέρι-χέρι με τη συναισθηματική εξιλέωση. Ο 11χρονος Τομάς Ντορέ στο ρόλο του Σιρίλ κάνει την καρδιά και το στομάχι μας να σφίγγονται σε μία αξιομνημόνευτη ερμηνεία, όπου ο θυμός, η απογοήτευση και η ελπίδα εναλλάσσονται εκφραστικά στο πρόσωπό του σε κλάσματα δευτερολέπτου.
Ακόμη κι αν σε κάποια κομβικά σημεία το γράψιμο των διαλόγων χτυπάει ως ελαφρώς τεχνητό, είναι αναμφισβήτητη η ανθρωπιά και η ειλικρίνεια στην σκιαγράφηση ενός ταλαιπωρημένου και τρομαγμένου παιδιού, του οποίου οι πράξεις απορρέουν εντελώς φυσικά από όσα του έχουν συμβεί. Σε αντίθεση με τον πρόσφατο «Κέβιν» της Λιν Ράμσεϊ, όπου ο ομώνυμος χαρακτήρας παρουσιάζεται σαν την ενσάρκωση του Κακού από την ημέρα της γέννησής του, ο Σιρίλ είναι τόσο αληθινός που αν τον χτυπήσεις θα ματώσει.
Όπως και στις προηγούμενες ταινίες τους, οι Νταρντέν καταφέρνουν να συνδυάσουν αβίαστα την αγριότητα της καθημερινότητας και την βαθιά ανθρωπιστική τους ματιά. Αλλά αυτό δεν είναι που τους κάνει τόσο ρομαντικά ξεχωριστούς και σπουδαίους;
Φαίδρα Βόκαλη