Η εγχώρια χριστουγεννιάτικη πρόταση για φέτος βρίσκεται (ευτυχώς) πολύ μακριά από τα τυπικά χαζοχαρούμενα σπονδυλωτά φιλμ με τους τηλεοπτικούς μαϊντανούς και επιτυγχάνει την εξαιρετικά ασύνηθη -για τα ελληνικά δεδομένα- ισορροπία ανάμεσα στο mainstream και το arthouse. Όχι ακριβώς feelgood αλλά ούτε και στενάχωρο, το “Τανγκό των Χριστουγέννων” αφήνει σαν επίγευση αυτό το γλυκόπικρο συναίσθημα που πολλές φορές εμπνέει η εορταστική περίοδος.
Βασισμένη στο ομώνυμο βιβλίο του Γιάννη Ξανθούλη, η ταινία φιλοδοξεί να αφηγηθεί την ιστορία ενός ανέλπιδου έρωτα και μιας παράδοξης αντρικής φιλίας, δημιουργώντας παράλληλα μια τοιχογραφία της δεκαετίας του ‘70, μέσα από την επαρχιακή στρατιωτική ζωή. Ακολουθώντας σχετικά πιστά το βιβλίο, το κινηματογραφικό “Τανγκό” κάνει ζουμ στη σχέση που δημιουργείται ανάμεσα στον υπολοχαγό Καραμανίδη και τον υφιστάμενό του, Λαζάρου, όταν ο τελευταίος τού μαθαίνει τον αργεντίνικο χορό, για να πλησιάσει επιτέλους ο πρώτος το απαγορευμένο αντικείμενο του πόθου του.
Μέχρι αυτό να συμβεί, η σχέση των δύο αντρών μεταλλάσσεται (θεωρητικά) από εκείνη του προϊστάμενου - υφιστάμενου σε μία δυνατή φιλία, αλλά αυτή τη σταδιακή εξέλιξη δεν τη βλέπουμε ποτέ με την αντίστοιχη διακριτικότητα στη μεγάλη οθόνη. Αντίθετα, οι χαρακτήρες ωθούνται βεβιασμένα προς το μεγάλο κρεσέντο, με αποτέλεσμα να χάσουν στο δρόμο την αλήθεια τους, αφήνοντας στον αέρα μια απορία για το ποιόν τους - και τελικά οδηγώντας εν μέρει τον θεατή στην αδιαφορία.
Το παραπάνω σκηνοθετικό φάουλ, σε συνδυασμό με το βιαστικό “κλείσιμο” της ιστορίας στον παρόντα χρόνο και μερικές αστοχίες (όπως το μακιγιάζ των χαρακτήρων σε προχωρημένη ηλικία) στην κατά τ’ άλλα ιδιαίτερα προσεγμένη παραγωγή, αφαιρούν από τον αντίκτυπο που θα μπορούσε να έχει η ταινία, χωρίς όμως να μειώνουν τα επιτεύγματά της. Πρόκειται για σινεμά αξιώσεων, που δε φοβάται να συγκινήσει - και θα χαρούμε πολύ να είναι αυτή η box office επιτυχία των Χριστουγέννων και όχι κάποια γυαλιστερή, χολιγουντιανή τσιχλόφουσκα.
Φαίδρα Βόκαλη