Κόναν ο Βάρβαρος

24.08.2011
Μια αποστολή που ξεκινά ως προσωπική βεντέτα για τον Κόναν, εξελίσσεται σε επική μάχη ενάντια σε θανάσιμους αντιπάλους και τρομακτικά τέρατα, όταν αντιλαμβάνεται πως είναι η μοναδική ελπίδα για τη σωτηρία της Hyboria από το βασίλειο ενός υπερφυσικού κακού.

Τελευταίος στην ατέρμονη σειρά των ριμέικ που παράγει σαν δαιμονισμένη κουνέλα το Χόλιγουντ, ο νέος «Κόναν ο Βάρβαρος» έρχεται να αποδείξει για ακόμα μία φορά την έλλειψη έμπνευσης που μαστίζει τα σεναριακά μυαλά της κινηματογραφικής βιομηχανίας. Αν και οι παλαιότερες ταινίες με τον μποντιμπιλντερά Άρνολντ Σβαρτζενέγκερ σίγουρα δεν διεκδικούσαν τα εύσημα περισπούδαστου έργου τέχνης, διέθεταν τουλάχιστον χαρακτήρα – έστω και επιτηδευμένο – , κάτι που ο απόγονός του μάλλον ξέχασε στο γυμναστήριο, και σίγουρα βρίσκονταν πιο κοντά στο πνεύμα των 30s παλπ μυθιστορημάτων του Ρόμπερτ Ε. Χάουαρντ.

Αυτό που έχει να επιδείξει σε αφθονία η νέα εκδοχή (πέρα από το αξιοζήλευτο φιζίκ του Τζέισον Μομόα, ο οποίος ακονίζει τα τσεκούρια του και στο μεσαιωνικό τηλεοπτικό έπος «Game of Thrones» του ΗΒΟ) είναι απλά περισσότερο (και τρισδιάστατο) gore, ψηφιακά τέρατα, σαματά και μια απίθανη απεικόνιση των γυναικείων χαρακτήρων ως μωρές παρθένες ή δαιμονικές καρικατούρες (βλέπε Ρόουζ ΜακΓκόουαν). Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο από μια αγορίστικη ονείρωξη ηρωικής φαντασίας, δυστυχώς όμως ακόμα και ως τέτοια υπολείπεται σε φιλοδοξία και θέαμα. Αλλά με σκηνοθέτη τον Μάρκους Νίσπελ, ο οποίος το μόνο που διαθέτει στη φιλμογραφία του είναι μερικά ακόμα ανέμπνευστα ριμέικ («Ο Σχιζοφρενής Δολοφόνος με το Πριόνι», «Παρασκευή και 13») δεν περιμέναμε και κάτι διαφορετικό.

Θανάσης Πατσαβός