Όταν πρωτακούς την κεντρική ιστορία των «Πρωτάρηδων», σίγουρα το πρώτο πράγμα που σκέφτεσαι δεν είναι ότι είναι μια αληθινή ιστορία. 75χρονος πατέρας ανακοινώνει ότι μετά από 44 χρόνια γάμου είναι γκέι και μετά από λίγα χρόνια ξεφαντώματος πεθαίνει; Κι όμως, ο πατέρας του σκηνοθέτη Μάικ Μιλς πέθανε μερικά χρόνια μετά από μια ανάλογη αποκάλυψη, ζώντας τον τελευταίο καιρό με όλη την ελευθερία που του είχε λείψει στην άχρωμη μέχρι τότε ζωή του. Ο γιος της ταινίας, τον οποίο υποδύεται ο Γιούαν ΜακΓκρέγκορ, περισσότερο δυσκολεύεται να χωνέψει πώς ένας δικός του άνθρωπος αλλάζει τόσο ριζικά και αγκαλιάζει τη νέα του ταυτότητα, παρά ότι αυτή η αλλαγή έχει να κάνει με σεξουαλικό προσανατολισμό – το ότι ο Μιλς έκανε ταινία αυτήν την περίοδο της ζωής του φανερώνει ανάλογες εμμονές.
Ευτυχώς ο Μιλς αποφεύγει τις παγίδες του μελοδραματισμού και στο χαρακτήρα του πατέρα, που θα μπορούσε να ξεχειλίζει πικρία και θυμό για τις χαμένες ευκαιρίες, δίνει μία υπέροχη πορεία, που τον αναδεικνύει ως έναν φοβερό ήρωα γεμάτο χάρη και ευγένεια μπροστά στο θάνατο αλλά κυρίως στη ζωή που του μένει. Ευλογήθηκε βέβαια από την εκπληκτική παρουσία του Κρίστοφερ Πλάμερ, που με ευκολία προσαρμόζεται στις απαιτήσεις μιας τόσο ιδιαίτερης ιστορίας: παιχνιδιάρης στις σκηνές με το νεαρό φίλο του, στοργικός με το γιο του, ζωηρός με τους φίλους, ηττημένος σε άλλες, ενσαρκώνει τη χαρά της ζωής που σε ενθουσιάζει στο χαρακτήρα του αλλά και τη μελαγχολία που σου ραγίζει την καρδιά.
Το άλλο μισό της ιστορίας, η ερωτική ιστορία ανάμεσα στον Όλιβερ και την Γαλλίδα Άννα (εξίσου «σπασμένη» στη συναισθηματική της ζωή) είναι αναμενόμενα διασκεδαστικό και έξυπνο, αλλά και κάπως στημένο όπως μόνο οι κινηματογραφικές σχέσεις μπορούν να είναι: γλυκούληδες διάλογοι, εναλλακτικά ραντεβού και λοιπές ευκολίες μαρτυρούν μια άλλη πραγματικότητα από τους κλειστούς και μοναχικούς χαρακτήρες που τα θαλασσώνουν μονίμως στην αγάπη - ως δια μαγείας ανοίγονται και μοιράζονται πράγματα στη στιγμή και δε φοβάσαι για την σχέση τους σε κανένα σημείο της επεισοδιακής τους πορείας.
Και μπορεί ο Μιλς να το παρακάνει με τα μοντάζ εικόνων και (μόνο φαινομενικά) τυχαίων πληροφοριών αλλά, από την άλλη, η τάση του για οπτικά παιχνίδια δημιουργεί τα έξυπνα, αστεία και ταυτόχρονα συγκινητικά σκίτσα του κεντρικού ήρωα, που επικοινωνούν το χαρακτήρα καλύτερα από οποιαδήποτε ατάκα ή ερμηνεία.
Αυτό που μένει τελικά είναι μία πάντα έξυπνη, βαθιά ανθρώπινη και πρωτότυπα διασκεδαστική ταινία που έχει χώρο για τα σημαντικά ερωτήματα για τη ζωή και το θάνατο και την αγάπη, αλλά και μια εναλλακτική ματιά στους σημαντικούς σταθμούς της αμερικάνικης ιστορίας, αλλά δε φοβάται να τα διατυπώσει μέσα από μια περίεργη ιστορία με έναν σκύλο που μιλά με υπότιτλους. Και ίσως αυτός να είναι και ο καλύτερος τρόπος.
Χριστίνα Λιάπη