Μια ταινία οδυνηρά επίκαιρη, όταν γυρίστηκε, (και, δυστυχώς, για την Ελλάδα ακόμα και σήμερα) το «The Company Men» είναι ταυτόχρονα και η καλύτερη και η χειρότερη επιλογή γι’ αυτήν την εβδομάδα: απ’ τη μια, τι πιο σημαντικό από το να παρακολουθήσει κανείς μια ιστορία που προσπαθεί να ερμηνεύσει μια τόσο δύσκολη κατάσταση που είναι 24 ώρες στο 24ωρο στα μίντια που μας περιβάλλουν και στις συζητήσεις μας, και απ' την άλλη, τι πιο καταθλιπτικό;
Είναι προφανές ότι αρκετή έρευνα, σκέψη και ευαισθησία ενσωματώθηκαν στο σενάριο για να αποδοθεί η κατάσταση πειστικά και με ακρίβεια, αλλά οι χαρακτήρες μοιάζουν να είναι θύματα αυτής της επιλογής: είναι ξεκάθαρο ότι οι κεντρικοί πρωταγωνιστές κατασκευάστηκαν για να καλύψουν τρία αρχέτυπα υπαλλήλων (ο νέος και φιλόδοξος, ο κουρασμένος και σκληρά εργαζόμενος εξηντάρης, ο κυνικός και απογοητευμένος εβδομηντάρης) και όχι επειδή είναι ανεξάρτητοι χαρακτήρες που έχουν χώρο να αναπνεύσουν. Μόνο η συμβολή των πολύ καλών ηθοποιών βοηθά να ξεπεραστούν οι περιορισμοί και να έρθουν στη ζωή πειστικά – ο ξεδιάντροπος νεοπλουτισμός τους είναι ενοχλητικός (αδύνατο να λυπηθείς άνθρωπο που αποχαιρετά λυπημένος την Πόρσε του) και η πορεία τους είναι πάνω κάτω προδιαγεγραμμένη, επειδή ξέρουμε ακριβώς πώς θα επηρεαστούν από την κατάσταση ανάλογα με τη θέση τους στην τροφική αλυσίδα.
Επίσης, όπως και ο Όλιβερ Στόουν στο «Γουόλ Στριτ: το χρήμα ποτέ δεν πεθαίνει», ο Γουέλς πέφτει στην παγίδα του λαϊκισμού υποστηρίζοντας την κάπως απλοϊκή σκέψη ότι αν όλοι μας γυρίσουμε στην χειρωνακτική εργασία, ο κόσμος θα είναι πιο δίκαιος και έντιμος, και εμείς πιο ευτυχισμένοι. Επιχείρημα συμπαθητικό μες στην αφέλειά του αλλά προβληματικό στη βάση του και εντελώς ουτοπιστικό σε σχέση με την πορεία που έχουν πάρει τα πράγματα.
Στο μεταξύ, όμως, η ιστορία δείχνει κάποια σημάδια μελαγχολικής οξυδέρκειας και έξυπνων παρατηρήσεων, και το ανθρωποκεντρικό δράμα δεν αποσπά την προσοχή της από το να απεικονίσει τον εργασιακό στίβο σαν την ζούγκλα που πλέον έχει γίνει.
Χριστίνα Λιάπη