Συνοικία Το Όνειρο

02.06.2011
Μια φτωχογειτονιά της Αθήνας, ο Ασύρματος, είναι το κέντρο του κόσμου για τους ανθρώπους που ζουν εκεί, και προσπαθούν με κάθε τρόπο να ξεφύγουν απ’ τη φτώχεια και την ανέχεια. Ο Ρίκος, που μόλις αποφυλακίστηκε, προσπαθεί να βγάλει χρήματα, την ίδια στιγμή που η αγαπημένη του βλέπει άλλους άνδρες, και ο αδερφός της προσπαθεί να συνεισφέρει στα οικονομικά της οικογένειας.

Έχοντας μείνει στην ιστορία περισσότερο γι’ αυτό που δεν είναι απ’ ό,τι για αυτό που είναι, η «Συνοικία το όνειρο», όπως πολλές ταινίες που κυνηγήθηκαν πολιτικά σε δίσεκτους καιρούς, θα κουβαλάει για πάντα τη σφραγίδα της ανηλεούς λογοκρισίας και της αναταραχής που προκάλεσε στην κυκλοφορία της, θα μείνει ένα σύμβολο των εύθραυστων καιρών.

Είναι σχεδόν αστείο ότι αυτό που προκάλεσε την οργή της τότε εξουσίας είναι σήμερα όχι μόνο αυτονόητο, αλλά και σχεδόν ανώδυνο να δείξει κανείς: την ακραία φτώχια και την εξαθλίωση να είναι η καθημερινότητα, τους πρωταγωνιστές να είναι αντι-ήρωες - κλέφτες, απατεώνες, ζητιάνοι - το όνειρο για μια καλύτερη ζωή να είναι καταδικασμένο. Χωρίς να έχει γίνει ποτέ σαφές τι ακριβώς έδειχναν οι σκηνές που κόπηκαν από τους λογοκριτές, η «Συνοικία» φέρει τα σημάδια αυτά, κυρίως στο άβολο πάντρεμα του κάπως πιο ξέγνοιαστου τόνου της αρχής και των πιο δραματικών σκηνών του τέλους, και στο αποδυναμωμένο τελικό συμπέρασμα: εκτός από τον ειρωνικό τίτλο η πολιτική δήλωση δεν προχωρά πέρα από το να δείξει για πρώτη φορά αληθινά και χωρίς ωραιοποιήσεις την εργατική τάξη.

Πέρα από το πολιτικό υπόβαθρο, όμως, η «Συνοικία» είναι μια ταινία με αναπάντεχα καθαρό σκηνοθετικό όραμα, προφανώς επηρεασμένο από τη λιτότητα και την αλήθεια του ιταλικού νεορεαλισμού, αλλά και από το χαρακτηριστικό μοντάζ της γαλλικής Νουβέλ Βαγκ σε μια μεμονωμένη σκηνή της ερωτικής συνάντησης της Αλίκης Γεωργούλη με τον «πλούσιο φίλο». Ο Αλέκος Αλεξανδράκης με τις επιλογές του δείχνει μια ιδιαίτερη ευαισθησία για το πού πρέπει να τοποθετηθεί η κάμερα για να βγάλει το μέγιστο από τη σκηνή και τους ηθοποιούς του: ακολουθεί τη Γεωργούλη να διασχίζει σεινάμενη όλην τη συνοικία με τις καλύβες, για να συναντήσει τους φίλους της σε πιο καθώς πρέπει γειτονιά, μέρη που μας είναι γνώριμα από τον εμπορικό κινηματογράφο της εποχής, και αυτό που θέλει να πει είναι πιο ηχηρό από ποτέ· δείχνει τον καμπουριασμένο Μάνο Κατράκη στο φτωχόσπιτο να ακούει την ακατάπαυστη γκρίνια της οικογένειας που τον περιτριγυρίζει και αισθάνεσαι αβάσταχτη την ανημπόρια του· τοποθετεί την Αλέκα Παϊζη με πλάτη στην κάμερα να δέχεται σιωπηλά τα δώρα της γειτονιάς και αισθάνεσαι βαρύ το πένθος της.

Έχει, βέβαια, ο Αλεξανδράκης και την πολύτιμη βοήθεια από τους ηθοποιούς του (ειδικά το σπαρακτικό ζευγάρι της Αλέκας Παΐζη και του Αλέκου Πέτσου) και τους υπόλοιπους συντελεστές, με κορυφαίο το Μίκη Θεοδωράκη και την πασίγνωστη πλέον μουσική του με κορυφαίο το τραγούδι «Βρέχει στη φτωχογειτονιά». Μεγαλύτερος βοηθός όλων, όμως, η ίδια η «Συνοικία»: η απόφαση να «ριζώσουν» την ταινία σε μια πραγματική φτωχογειτονιά και να ντύσουν τα πλάνα της με τους κατοίκους της είναι αυτό που την προστατεύει από τον απλοϊκό διδακτισμό και της έχει εξασφαλίσει την αξεπέραστη αίσθηση της αυθεντικότητας και τελικά την αθανασία.

Χριστίνα Λιάπη

ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ ΣΤΗΝ ΙΔΙΑ ΚΑΤΗΓΟΡΙΑ