Μπορεί να τον μεταμόρφωσε σε έναν από τους πιο πολυδιαβασμένους συγγραφείς της Ιταλίας και να αποτέλεσε το υλικό πάνω στο οποίο στηρίχτηκε η βραβευμένη στις φετινές Κάννες ταινία του Ματέο Γκαρόνε, όμως το βιβλίο «Γόμορρα» που έγραψε, στηλιτεύοντας μέσα από τις σελίδες του τη Ναπολιτάνικη μαφία της Καμόρα, τον ανάγκασε ταυτόχρονα να κρύβεται κυνηγημένος από τη μαφία.
Από τον Γιώργο Κρασσακόπουλο
Μεγαλωμένος σε μια μικρή πόλη έξω από τη Νάπολη, ο Ρομπέρτο Σαβιάνο μεγάλωσε κυριολεκτικά με την Καμόρα στην πόρτα του. Στα 13 του, καθ οδόν προς το σχολείο, είδε για πρώτη φορά κάποιον να σκοτώνεται και υπολογίζει πως στα 9 χρόνια της μέχρι τώρα ζωής του 3.600 άνθρωποι έχουν σκοτωθεί από την ίδια εγκληματική οργάνωση στην Ιταλία. Ο ίδιος κινδύνευσε (ή μάλλον κινδυνεύει) να γίνει ένας ακόμη από αυτούς, όταν το βιβλίο του άρχισε να πουλά με ρυθμούς που δεν περίμενε ούτε ο πιο αισιόδοξος εκδότης.
Οταν οι πωλήσεις ξεπέρασαν τις εκατό χιλιάδες, το τηλέφωνό του άρχισε να χτυπά παράξενες ώρες, ιδιοκτήτες εστιατορίων αποφάσισαν ότι θα προτιμούσαν να τρώει κάπου αλλού και η δήμαρχος της Νάπολης, όταν του παρέδωσε ένα βραβείο για το βιβλίο του, τού έδωσε μαζί ένα χαστούκι λέγοντας «ο Ρομπέρτο Σαβιάνο είναι ένα σύμβολο της Νάπολης, αυτής της πόλης που αποκηρύσσει». Σήμερα με το βιβλίο να έχει μεταφραστεί σε 47 γλώσσες και να έχει ξεπεράσει τα 2 εκατομμύρια πωλήσεις παγκοσμίως, ο Σαβιάνο έχει εγκαταλείψει το σπίτι του, κυκλοφορεί μόνο με σωματοφύλακες και ο τόπος διαμονής του παραμένει άγνωστος.
Αυτό που έκανε τους νονούς της Καμόρα να εξοργιστούν τόσο από το μυθιστόρημά του, είναι σύμφωνα με τον ίδιο το γεγονός ότι διαβάστηκε. Η πανίσχυρη αλλά αθόρυβη οργάνωση έγινε θέμα συζήτησης τόσο από απλούς ανθρώπους όσο και στα μέσα επικοινωνίας, οι μέθοδοί της αποκαλύφθηκαν, αυτά τα οποία όλοι ήξεραν αλλά κανείς δεν τολμούσε να ξεστομίσει βγήκαν στην επιφάνεια. Ο Σαβιάνο κατέγραψε στις σελίδες του την οργάνωση και τη δομή του «συστήματος» όπως αποκαλούν τη μαφία τα μέλη της, τον τρόπο που λειτουργούν οι επιχειρήσεις της, τις μεθόδους και την εξάπλωσή της. Τα στοιχεία του είναι αποτέλεσμα και δημοσιογραφικής έρευνας, αλλά κυρίως είναι προϊόν της ίδιας του της ζωής. Εχοντας δουλέψει ως δημοσιογράφος καλύπτοντας το οργανωμένο έγκλημα, από νωρίς κατόρθωσε να μάθει πως η Καμόρα ελέγχει τις οικοδομικές επιχειρήσεις, τη βιομηχανία της μόδας, αλλά και το εμπόριο ναρκωτικών.
Ακόμη πιο πριν, δουλεύοντας ως βοηθός σε έναν φωτογράφο που ειδικευόταν στην κάλυψη γάμων της μαφίας, γνώρισε την αληθινή βάση μιας οργάνωσης που διατρέχει κάθε κοινωνική τάξη και ηλικιακή ομάδα στην περιοχή. «Πηγαίνοντας πάνω κάτω με τη βέσπα μου σε περιοχές που έλεγχε η Καμόρα γνώρισα τους ανθρώπους στα κατώτερα σκαλιά της ιεραρχίας, ανθρώπους όπως τα δωδεκάχρονα παιδιά που φύλαγαν τσίλιες και τον υπεύθυνο κοινωνικής πρόνοιας που παρέδιδε χρήματα στις γυναίκες- οι άντρες των οποίων βρίσκονταν στην φυλακή».
Ολα αυτά, από την πιο μικρή λεπτομέρεια μέχρι τον πολύπλοκο τρόπο με τον οποίο η οργάνωση απλώνει τα πλοκάμια της στην Ευρώπη και τον κόσμο, βρίσκουν τη θέση τους στο βιβλίο-το οποίο σύμφωνα με ασφαλείς πληροφορίες είναι το πλέον περιζήτητο ανάγνωσμα στις ιταλικές φυλακές- και αποδίδονται με εξίσου παραστατικό και αντιδραματικό τρόπο στην ομώνυμη ταινία του Ματέο Γκαρόνε. Ο Σαβιάνο δεν πιστεύει πως ένα βιβλίο μπορεί να αλλάξει τον κόσμο ή έστω την Νάπολη, ελπίζει όμως πως η συζήτηση που άνοιξε τα τελευταία δύο χρόνια εξαιτίας του στην Ιταλία θα βοηθήσει λιγάκι προς αυτή την κατεύθυνση. Οσο για τον ίδιο, ελπίζει κάποτε να μπορέσει να ανέβει και πάλι στη βέσπα του αν και όπως λέει «αν μπορούσα να γυρίσω τον χρόνο πίσω, θα έγραφα και πάλι το βιβλίο, όμως οφείλω να παραδεχτώ ότι υπάρχουν μέρες που πραγματικά το μισώ, που μισώ όλα αυτά που έχει προξενήσει στη ζωή μου και στη ζωή της οικογένειάς μου»...