Οι ομοιότητες του «Κάστρου της Αγνότητας» με τον «Κυνόδοντα» είχαν κάνει κάποιους να κατηγορήσουν, πριν από αρκετούς μήνες, τον Λάνθιμο για λογοκλοπή. Κι ενώ κανείς δεν ασχολείται πια με αυτό το θέμα, η ταινία του Ριπστάιν βγαίνει ξανά στις αίθουσες μία εβδομάδα μετά τα Οσκαρ. Πόσο τυχαία όμως, ή αθώα, μπορεί να θεωρηθεί αυτή η επιλογή;
Λαμπρό δείγμα στην πλούσια φιλμογραφία του Μεξικανού σκηνοθέτη, το «Κάστρο» είναι η μόνη ταινία του που βγήκε ποτέ στην Ελλάδα σε κανονικό κύκλωμα- συγκεκριμένα στο σινεμά «Στούντιο» στην πλατεία Αμερικής την εποχή του ιδρυτή του Σωκράτη Καψάσκη.
Το 1997 βέβαια το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης οργάνωσε ένα πλήρες αφιέρωμα με όλες τις ταινίες του Ριπστάιν και τον τίμησε με το βραβείο του.
Βασισμένη σε μια αληθινή ιστορία που συνέβη στο Μεξικό, η ταινία μοιάζει σήμερα λίγο κουρασμένη, καθώς το παράλογο και αλληγορικά πολιτικό της πλαίσιο, μένει έξω από τα επιτεύγματα του μοντέρνου σινεμά.
Στα όρια μιας φασίζουσας θρησκοληψίας, ο πατέρας της ταινίας δεν επιτρέπει στους δικούς του να βγουν από την οικιακή τους φυλακή, θέλοντας να τους προστατεύσει από τους υποτιθέμενους πειρασμούς της διεφθαρμένης κοινωνίας. Βασική τους ασχολία η παρασκευή ποντικοφάρμακου, το οποίο ο πατέρας πουλάει όταν βγαίνει, μόνο αυτός, στον έξω κόσμο.
Εκεί όμως, στην πόλη, αφήνεται στις απολαύσεις που απαγορεύει στα παιδιά του: τρώει κρέας, για το οποίο τους έχει πει ότι είναι αηδιαστικό, φλερτάρει, πηγαίνει με πόρνες. Η διεφθαρμένη πολιτική και θρησκευτική εξουσία της εποχής βρίσκει το ιδανικό της σχήμα με όλα αυτά τα σύμβολα, που υποθάλπουν την τρέλα, την απελπισία, αλλά και την τρυφερότητα.
Κι ενώ όλα κυλούν τέλεια μέσα στο κλειστοφοβικό περιβάλλον της βίας και του σκοταδισμού, τα δυο μεγάλα παιδιά αναπτύσσουν μια αιμομικτική σχέση. Το σύστημά του τρόμου δέχεται ένα ισχυρό πλήγμα από μέσα και ο μηχανισμός της παρανοϊκής ηθικής αρχίζει να καταρρέει, καθώς η εξέγερση δεν είναι μακριά.
Κάτω από τη συνεχή βροχή που πέφτει στην εσωτερική αυλή, το μοναδικό ελεύθερο σημείο του σπιτιού, οι ήρωες είναι μόνοι και ανυπεράσπιστοι, ενώ τα ονόματά τους –Ουτοπία, Πορβενίρ (Μέλλον) και Βολουντάτ (Θέληση)- ηχούν σαν σύμβολα μιας τραυματισμένης εποχής.
Αρχιτεκτονική σκηνοθεσία, εσωτερικές ερμηνείες και συνεχή παιχνίδια με το εξαιρετικό σκηνικό το φως και τις σκιές, σε ένα τυπικό δείγμα του λατινοαμερικανικού σινεμά της δεκαετίας του 70.
ΟΡΕΣΤΗΣ ΑΝΔΡΕΑΔΑΚΗΣ