Υπάρχουν αρκετές διαφορές ανάμεσα στο Φεστιβάλ Καννών και το Μουντιάλ, με βασικότερη την εξής: στο πρώτο δεν είναι καν απαραίτητο να παίξεις καλύτερη μπάλα από τους άλλους για να φτάσεις στην κορυφή. Αρκεί η πίστη των φανατικών οπαδών σου και των διαιτητών πως έχει έρθει η ώρα σου να πανηγυρίσεις την κατάκτηση του τίτλου. Έτσι και ο Απιτσατπόνγκ Βερασετακούλ, που ανέβηκε υπομονετικά τα σκαλιά της φεστιβαλικής ιεραρχίας, έγινε αγαπημένο παιδί της γαλλικής κριτικής και αποθεώθηκε από το κατάλληλο δίκτυο προγραμματιστών, curators και παρεμφερών γευσιγνωστών της τέχνης, είχε σκηνοθετήσει την καλύτερη ταινία του διαγωνιστικού τμήματος για έναν ισχυρό φεστιβαλικό πυρήνα πριν την έναρξη της προβολής της. Καμία έκπληξη δεν αποτελεί λοιπόν ο Χρυσός Φοίνικας, ιδίως για μια κριτική επιτροπή της οποίας ο πρόεδρος Τιμ Μπάρτον ολοφάνερα θα ήταν διατεθειμένος να βραβεύσει έναν παραμυθά μεν, εντελώς εξωτικής γι αυτόν κινηματογραφικής σχολής δε.
Πέρα όμως από τις μετά Χριστόν προφητείες, πόσο καλός παραμυθάς είναι τελικά ο Βερασετακούλ; Χωρίς ο «Θείος Μπούνμι» να είναι η κορωνίδα του έργου του, οι αρετές του Ταϊλανδού σκηνοθέτη είναι εμφανείς στον τρόπο που φιλμάρει την ζούγκλα της πατρίδας του στο δύσκολο φως της αυγής, ή στο ντεκουπάζ της εναρκτήριας σκηνής, που παρουσιάζει την απελευθέρωση ενός βουβαλιού σα να επρόκειτο για ανθρώπινο χαρακτήρα. Το σύμπαν του είναι όπως πάντα βυθισμένο σε ένα κλίμα ανιμιστικής νηφαλιότητας, όπου οι θύρες μεταξύ των ανθρώπων και των υπόλοιπων όντων, ή ακόμα μεταξύ ζωής και θανάτου, είναι ορθάνοιχτες. Αυτή η άρνηση του τέλους ως τέτοιου, θέμα που για διάφορους λόγους αφορά όλο και περισσότερο το «δυτικό» κοινό, μοιάζει τελικά με αρκετά ελκυστικό αντιπερισπασμό από ένα σωρό αδυναμίες του «Θείου Μπούνμι». Ο οποίος τελικά σχεδόν αντιφάσκει, υποπίπτοντας σε έναν σχηματικό αισθητικό διαχωρισμό μεταξύ πεζής «πραγματικότητας» και μαγευτικού επέκεινα, αδυνατώντας να ελέγξει πάντα τους ρυθμούς ή την λειτουργικότητα των πλάνων του.
Κωνσταντίνος Σαμαράς