Με σαφείς επιρροές από τα «Πουλιά» του Χίτσκοκ, ο Σάμαλαν αναζήτησε τον τρόμο μιας φυσικής επανάστασης εναντίον του Ανθρώπου. Στο πρώτο μισό της η ταινία μπορεί να εντυπωσιάσει με τα συνεχή της ερωτήματα και την εκκρεμότητα μιας αγωνίας που βγαίνει από τις (σωστά δομημένες) ελλιπείς πληροφορίες. Ο τρόπος που δίνεται η λύση όμως είναι αδύναμος και το ενδιαφέρον εξαντλείται πολύ γρήγορα.
(ΠΡΟΣΟΧΗ: από εδώ και κάτω το κείμενο περιλαμβάνει spoilers)
Μια αναπάντεχη και ανεξήγητη επίθεση δέχονται οι κάτοικοι της Φιλαδέλφειας και κανείς δεν ξέρει αν πρόκειται για τρομοκρατική επίθεση ή εξωγήινη απειλή. Το σίγουρο είναι ότι χιλιάδες άνθρωποι αυτοκτονούν με όλους τους πιθανούς τρόπους. Είναι προφανές ότι έχουμε να κάνουμε με επιδημία. Πώς εξαπλώνεται όμως και, το κυριότερο, ποια είναι η αιτία της;
Ενας καθηγητής του γυμνασίου (Γουόλμπεργκ) και η γυναίκα του (Ντεσανέλ) η οποία τον απατά, παίρνουν την κόρη κάποιου φίλου τους και φεύγουν από την πόλη. Και καθώς οι πάντες συνεχίζουν να αυτοκτονούν, η ιδιότυπη αυτή οικογένεια προσπαθεί να επιβιώσει, ενώ η φύση έχει στραφεί εναντίον της. Το ενδιαφέρον στοιχείο στο «Συμβάν» είναι η καταγωγή του «κακού»: σε αντίθεση με παρόμοιες ταινίες δεν είναι έξω από τον άνθρωπο, αλλά ταυτίζεται με αυτόν. Είναι η τιμωρία που προετοιμάζει η ίδια η φύση. Η προσπάθειά της να προστατευτεί από τον άνθρωπο που την καταστρέφει. Το πρόβλημα είναι ότι ο σκηνοθέτης ακολουθεί μια βαρετή γραμμική αφήγηση, χωρίς να αγγίξει την ουσία του θέματός του. Ετσι όταν πια καταλαβαίνουμε τι ακριβώς γίνεται ούτε τρομάζουμε ούτε ενδιαφερόμαστε για τη λύση που δίνεται. Η τελευταία, και εξόχως προβλέψιμη σκηνή, απλώς επιβεβαιώνει την αποτυχία του όλου εγχειρήματος.
Ορέστης Ανδρεαδάκης