Θηβαϊκός κύκλος: Το είδαμε

23.07.2002
Την Παρασκευή και το Σάββατο, 19 και 20 Ιουλίου αντίστοιχα, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τον πολυδιαφημισμένο Θηβαϊκό κύκλο, τέσσερις τραγωδίες από τέσσερις σκηνοθέτες τεσσάρων ιδιαφορετικών εθνικοτήτων. Μία συνάντηση εξαιρετικά γόνιμη που μακάρι να ανοίξει το δρόμο και για άλλες παρόμοιες.
Την Παρασκευή και το Σάββατο, 19 και 20 Ιουλίου αντίστοιχα, είχαμε την ευκαιρία να παρακολουθήσουμε τον πολυδιαφημισμένο Θηβαϊκό κύκλο, τέσσερις τραγωδίες από τέσσερις σκηνοθέτες τεσσάρων ιδιαφορετικών εθνικοτήτων. Μία συνάντηση εξαιρετικά γόνιμη που μακάρι να ανοίξει το δρόμο και για άλλες παρόμοιες.

Αρχικά παρουσιάστηκαν οι Βάκχες σε σκηνοθεσία του Θεόδωρου Τερζόπουλου. Ο σκηνοθέτης έμεινε πιστός στους κανόνες του αρχαίου δράματος, γεγονός που είχε ένα πραγματικό θαυμάσιο αποτέλεσμα.
Πρωταγωνιστής, ένας Διόνυσος άκρως ερωτικός και αεικίνητος και ένας χορός άριστα γυμνασμένος από όλες τις απόψεις. Ένα παράδειγμα προς μίμηση για το πώς επιτέλους πρέπει να παιδεύεται κάθε ηθοποιός. Το διαρκές τρέμουλο των κορμιών του χορού, οι κραυγές του Διονύσου και τα χορικά έπαιξαν το ρόλο του αγωγού της βακχικής μανίας στο κοίλο του θεάτρου. Σ' αντίθεση με τις υπόλοιπες παραστάσεις, η γερμανική γλώσσα δεν ξένισε και δεν κούρασε καθόλου καθώς υπερκαλύφθηκε από τις πλαστικές κινήσεις όλων των ηθοποιών.
Μία σκηνοθεσία που γοήτευσε το κοινό από την πρώτη στιγμή, ένας "αρχαίος" ήχος κρουστών, μία εντελώς λιτή και αφαιρετική ατμόσφαιρα και μία αίσθηση ότι όλα ήταν στημένα και δουλεμένα όπως ακριβώς έπρεπε να είναι.


Δεύτερος παρουσιάστηκε ο Οιδίποδας Τύραννος. Καλό βεβαία θα ήταν η παράσταση να μην τιτλοφορηθεί Οιδίποδας Τύραννος, αλλά "έργο βασισμένο στον Οιδίποδα Τύραννο".
Και η εξήγηση είναι πολύ απλή: Στον Οιδίποδα του Σουζούκι ο Οιδίποδας στο τέλος πεθαίνει. Ετσι, αποδεικνύεται δειλός να ζήσει το υπόλοιπο της ζωής του υπό το βάρος της τραγικής αλήθειας, κάτι που σίγουρα δεν εναρμονίζεται με την άποψη του Σοφοκλή (μη ξεχνάμε ότι ακολουθεί και ο Οιδίποδας επί Κολωνώ) και με το μεγαλείο της προσωπικότητας του τραγικού ήρωα. Ο "δικός μας" Οιδίποδας είναι γενναίος και δεν διστάζει να αυτοτιμωρηθεί, όταν η τραγική του ψευδαίσθηση συγκρούεται με την αλήθεια: ο ίδιος είναι τελικά το μίασμα. Δεν θέλει να πεθάνει, θέλει να ζήσει ... αυτή είναι γι' αυτόν η σκληρότερη τιμωρία. Να σημειωθεί, επίσης, ότι θεωρήθηκε -προφανώς- από τον σκηνοθέτη περιττή η τελευταία σκηνή, όπου ο τυφλός πλέον Οιδίποδας αποχαιρετά τις δύο κόρες του, Αντιγόνη και Ισμήνη, ενώ απουσίαζε και ο αγγελιοφόρος που -ως είθισται- αναφέρει τα γενόμενα στο παλάτι -αυτοκτονία Ιοκάστης και τύφλωση Οιδίποδα.
Η δε Ιοκάστη παρατηρούσε τον άνδρα και γιο της να ξεσπά, το γεγονός όμως δεν φάνηκε να την άγγιξε ιδιαίτερα αφού όχι μόνο δεν κρεμάστηκε, αλλά παρατηρούσε την αυτοκτονία του Οιδίποδα καθισμένη σ' ένα σκαμπό.
Τέλος, ευρηματική ήταν η "σύλληψη" του να κινείται ο Οιδίποδας εντός ενός κύκλου, δείγμα της εγωκεντρικότητας που τον διέκρινε και του ψέμματος στο οποίο ζούσε , ξένισε όμως αρκετά η "καθήλωσή" του σ' ένα αναπηρικό καροτσάκι. Το γεγονός αυτό πήρε όλη τη μαγεία της τελικής κάθαρσης, της πτώσης δηλαδή του ήρωα και της υποταγής του στο νόμο των θεών.
Προφανώς ανάλογη άποψη είχε και το κοινό της Επιδαύρου που αποχωρούσε διακριτικά κατά τη διάρκεια της παράστασης, ενώ όσοι έμειναν μέχρι το τέλος ήταν πολύ συγκρατημένοι στο χειροκρότημά τους.


Το Σάββατο 20 Ιουλίου παρακολουθήσαμε τους Επτά επί Θήβας του Αισχύλου σε σκηνοθεσία του Βαλέρι Φόκιν και την Αντιγόνη του Σοφοκλη σε σκηνοθεσία της Αννας Μπαντόρα. Στους Επτά επί Θήβας οι παραλληλισμοί του σκηοθέτη με τη σύγχρονη εποχή ήταν πολύ εύστοχοι και δόθηκαν μέσα από έξυπνους τρόπους -κοστούμια και ηχητικά εφέ- με αποκορύφωμα αναμφισβήτητα το γεωργιανό μοιρολόι του χορού. Η γερμανική γλώσσα δημιουργούσε πολλές φορές την εντύπωση ότι βρισκόσουν σε γερμανικό στρατόπεδο συγκεντρώσεως, ενώ εξαιρετικά έντονο ήταν το κλίμα πολέμου γεγόνος που έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στα αντιπολεμικά αισθήματα του Φοκίν.
Τέλος, η Αντιγόνη της γερμανίδας Μπαντόρα αδικήθηκε πολύ από την έλλειψη υπερτίτλων στην ελληνική. Τουλάχιστον εγώ -που δεν γνωρίζω την γερμανική- δεν μπόρεσα να την παρακολουθήσω και πιο πολύ προσπαθούσα να μαντέψω τι σήμαιναν όλα αυτά που έβλεπα, μολονότι ο μύθος της Αντιγόνης μου είναι πολύ οικείος.