Η Υπόθεση

07.06.2002
&00 Με περικοπές από τη νουβέλα Κάρμεν του Προσπέρ Μεριμέ.

Πρόλογος

" Παράδεισος: Εδώ γύρω λένε ότι αυτό δεν είναι για κάτι σαν κι εμάς".
Εμφανίζεται η Κάρμεν με το προαίσθημα του επικείμενου θανάτου της. Γυναίκες στα μαύρα την πλησιάζουν, την περιβάλλουν σε ένα κύκλο θανάτου, ενώ η Κάρμεν προσπαθεί να προστατευτεί. Οι μαυροφόρες αποκαλύπτονται κι η πλατεία γεμίζει ζωή.

Πράξη Πρώτη

Η Πλατεία
"Ήτανε Παρασκευή· δεν θα το ξεχάσω ποτέ?Και παίρνοντας το λουλούδι της ακακίας απ' το στόμα της, το τίναξε με το δάχτυλό της και με βρήκε ανάμεσα στα μάτια".
Οι τσιγγάνες τραγουδούν και χορεύουν καθώς μία οικογένεια αστών, συνοδευόμενη από ένα σχεδόν βασιλικό σύνολο μουσικών με φλάουτα, φτάνει στην πλατεία. Η Κάρμεν εξοργίζεται με αυτή τη στιγμή σε σημείο ν' αρπάξει τη βεντάλια απ' το χέρι της κυρίας. Φτάνει και η διμοιρία για ασκήσεις και η Κάρμεν φλερτάρει τον δεκανέα Δον Χοσέ. Εκείνη τη στιγμή, το καμπανάκι καλεί τις εργάτισσες του καπνεργοστασίου στη δουλειά τους.

Το Καπνεργοστάσιο
Μια ομάδα από τσιγγάνους αυτοσχεδιάζουν ένα τραγούδι κι ένα χορό, ενώ οι γυναίκες στρίβουν και λειαίνουν τα φύλλα του καπνού πάνω στους γοφούς τους για να τα κάνουν πούρα. Η Μανόλια, μια από τις εργάτισσες, ανακαλεί τον επικείμενο γάμο της που θα την κάνει κυρία. Ονειρεύεται μια επίσκεψη στην Πασχαλινή Πομπή με τον άντρα της και πώς θα φοράει την μαντίλα.
Τυφλή από οργή και ζήλια, η Κάρμεν πετάγεται ορθή και ρίχνεται στην Μανόλια. Της σκίζει τα ρούχα και την ρίχνει στο πάτωμα. Οι φιλενάδες τους δημιουργούν δύο ομάδες που πέφτουν η μία πάνω στην άλλη και μαλλιοτραβιούνται. Ο καυγάς σταματά με την είσοδο της φρουράς που οδηγείται από τον Δον Χοσέ. Η Κάρμεν του κάνει τα γλυκά μάτια και τον πείθει να την αφήσει ελεύθερη.

Η Φυλακή
"Αναρωτιέμαι αν αυτή η κοπέλα είπε ποτέ της μια λέξη αλήθεια στη ζωή της· όμως όποτε μιλούσε, εγώ την πίστευα - δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς".
Η γριά τσιγγάνα Ντοροτέα, η φωνή του χρησμού, τραγουδά την ιστορία του Βάσκου από το Ναβάρο, τον Δον Χοσέ. Ο Δον Χοσέ βρίσκεται στη φυλακή γιατί άφησε την Κάρμεν να δραπετεύσει. Όπως κι οι συγκρατούμενοι, έτσι κι αυτός παραδίνεται στις αναμνήσεις. Έχει κρατήσει το λουλούδι που του πέταξε η Κάρμεν στην πλατεία. Καταφεύγει σε ένα ερωτικό όνειρο που τον φαντασιώνει και του ανακαλεί τις νύχτες έρωτα και τρυφερότητας που πέρασε με την όμορφη τσιγγάνα.

Στο Δωμάτιο
"Να' σαι σίγουρος, δεν υπήρξε ούτε μία στιγμή βαρεμάρας όταν αυτό το κορίτσι βρισκόταν εκεί κοντά. Έφτανε το βράδυ κι άκουγα τα τύμπανα να ηχούν το σιωπητήριο".
Τη μέρα που ο Δον Χοσέ αποφυλακίζεται συναντά την Κάρμεν στο δωμάτιό της. Συνεπαρμένος από το σαγηνευτικό της τρόπο και την αισθησιακή ενέργεια που εκπέμπει, χάνει σχεδόν το προσκλητήριο της τρομπέτας που καλεί τη φρουρά πίσω στην πραγματικότητα της στρατιωτικής ζωής.

Στην Ταβέρνα
Οι τσιγγάνες χορεύουν και τραγουδούν ενώ η Κάρμεν προσπαθεί να γοητεύσει τον Υπολοχαγό Ζουνίγκα. Τον φέρνει στην ταβέρνα και τον καλεί να κάνει παρέα με τους θαμώνες.
Η Κάρμεν τον προκαλεί με ένα αισθησιακό χορό, διεγείροντας την αρσενική φαντασίωση για τον γυναικείο ερωτισμό. Μόλις αισθησιακή διάθεση τους τυλίξει και φτάσει στην αποκορύφωσή της, η Κάρμεν ρίχνεται στην αγκάλη του Ζουνίγκα.

Πράξη Δεύτερη

Στα βουνά
"Τι; Άντρας της; θες να πεις ότι παντρεύτηκε; ρώτησα το λοχαγό μας. Ναι, απάντησε. Τον Γκαρσία τον Μονόφθαλμο, ένα τσιγγάνο πανούργο όπως κι η ίδια".
Ο Δον Χοσέ γίνεται μέλος της σπείρας των λαθρεμπόρων που ανήκει και η Κάρμεν. Με τη βοήθεια του, οι τελώνες ξεγελιούνται πιο εύκολα και η συμμορία εύκολα περνά τα κλοπιμαία. Η νόμιμος σύζυγος της Κάρμεν, Ο Μονόφθαλμος τσιγγάνος Γκαρσία αποφυλακίζεται και επιστρέφει στη σπείρα. Οι φίλοι του οργανώνουν ένα γλέντι. Μόλις πληροφορείται τη σχέση της γυναίκας του με τον πρώην δεκανέα Δον Χοσέ, ο Γκαρσία γίνεται έξαλλος και απαιτεί τα δικαιώματά του. Ο Δον Χοσέ, που επέστρεψε κι αυτός στο καπηλειό, είναι έτοιμος να παλέψει για τον έρωτα της ερωμένης του. Η Κάρμεν, απελπισμένη, διαβάζει στα χαρτιά την ίδια της τη μοίρα. Το όραμά της για μια αγνή και αθώα αγάπη έχει καταστραφεί για πάντα. Για μια ακόμη φορά, τα χαρτιά προαγγέλλουν το θάνατο της Κάρμεν. Σε μία ατμόσφαιρα ηλεκτρισμένη, οι δύο άντρες παίζουν την Κάρμεν σε μία παρτίδα πόκερ. Ο Γκαρσία κλέβει και ο Δον Χοσέ μαχαιρώνει το μισητό του αντίπαλο. Η Κάρμεν βγάζει τη βέρα από το δάχτυλό της, την πετάει και εξαφανίζεται με τον Δον Χοσέ.

Η Ταυρομαχία
Το πλήθος πανηγυρίζει την άφιξη του Λούκας, του ταυρομάχου. Η Κάρμεν γοητεύεται και θέλει να τον σαγηνεύσει. Ο Λούκας εξοντώνει τον ταύρο σε μία θεαματική ταυρομαχία και εγκαταλείπει την αρένα συνεπαρμένος από το θρίαμβο της νίκης. Καθώς η Κάρμεν τον ακολουθεί, η Ντοροτέα, η γριά τσιγγάνα, της κόβει το δρόμο και της θυμίζει την αναπόφευκτη μοίρα της. "Τα χαρτιά έχουν προβλέψει το θάνατό σου".

Μπροστά στην Αρένα
"Δεν σ' αγαπώ άλλο πια. Αλλά εσύ μ' αγαπάς πάντα και γι' αυτό θες να με σκοτώσεις".
Έξαλλος από ζήλια κι απειλώντας απροκάλυπτα την Κάρμεν, ο Δον Χοσέ της κλείνει το δρόμο. Εκείνη οραματίζεται την Παρθένα Μαρία και θυμάται τα χαρτιά που προφήτεψαν το θάνατό της. Ακόμα αναλογίζεται τα πεπρωμένα της φυλής της που δεν φτάνουν ποτέ στον Παράδεισο. Προορισμένη να πεθάνει, ορμά καταπάνω στο μαχαίρι που κρατά απειλητικά ο Δον Χοσέ κι αφήνει την τελευταία της πνοή.

Προμετωπίδες
"Φαντασθείτε, σενιόρ: το πρώτο πράγμα που αντίκρισα μόλις μπήκα σ' εκείνη την αίθουσα ήταν τριακόσιες γυναίκες με τα εσώρουχά τους και τίποτα άλλο, να τσιρίζουν, να ουρλιάζουν και να χειρονομούν, κλωτσώντας η μία την άλλη, με τον πιο χυδαίο τρόπο".
"Μπορούσα ν' ακούσω τις καστανιέτες και τα ντέφια, τα γέλια και τις ζητωκραυγές· κάθε τόσο ξεχώριζα το κεφάλι της καθώς πηδούσε ψηλά με το ντέφι της. Και τότε άκουσα κι άλλους αξιωματικούς να λένε πράματα γι' αυτήν που μου έφεραν το αίμα στο κεφάλι".