Ανοιχτόμυαλος, ισορροπημένος, αντιδραστικός, τρομερά ευαίσθητος και εντελώς προσγειωμένος, ο Γιώργος Παπαγεωργίου είναι ένας εναλλακτικός και πιο επαναστατικός Μικρός Πρίγκιπας. Ο δικός του πλανήτης είναι το θέατρο και είναι ένας κάτοικος γεμάτος όρεξη να τον κάνει ομορφότερο και γεμάτο ουσία. Φανατικός των ταξιδιών, όποτε τον βλέπεις να μιλάει και να παίζει, σε γεμίζει εικόνες και σε ταξιδεύει χωρίς να το καταλάβεις.
Είσαι σε πρόβες αυτές τις μέρες..
Κάνω πρόβες στο Εθνικό για τη "Λυσιστράτη" που ετοιμάζει ο Γιάννης Κακλέας και θα παιχτεί στην Επίδαυρο 16 Ιουλίου. Θα είναι μια "Λυσιστράτη" εναλλακτικής ματιάς... οι γυναικείοι ρόλοι θα παίζονται από άντρες αλλά παρ’ όλα αυτά θα υπάρχουν και γυναίκες στον θίασο - κι όλο αυτό θα εντάσσεται σ' ένα παιχνίδι μεταξύ του αντρικού και του γυναικείου φύλου. Τη σύγκρουση του πολέμου τη δουλεύουμε και μέσα από τη σύγκρουση των δύο φύλων.
Ο δικός ο ρόλος ποιος είναι;
Είμαστε με την Αλεξάνδρα Αιδϊνη ένα ζευγάρι νέων και είναι δύο ρόλοι εκτός έργου, προσθήκη του Κακλέα. Αφού ξεκινάει το έργο με αυτούς του δύο να μαλώνουν, όταν φεύγει η κοπέλα ξεπηδάει με τσαχπίνικη διάθεση ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος ως Λυσιστράτη. Τότε μπερδεύεται το ρεαλιστικό πρόσωπο -που είμαι εγώ- με τον θεατρικό χαρακτήρα κι ενώνεται κάπως στη συνέχεια.
Έχεις ξαναπαίξει Επίδαυρο;
Είναι η τρίτη φορά που παίζω στην Επίδαυρο. Η πρώτη ήταν με τα παιδιά από τη σχολή στους "Αχαρνείς" που μας είχε πάρει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, και η δεύτερη ήταν στον "Αγαμέμνονα" της Άντζελας Μπρούσκου.
Θα υπάρξει συνέχεια για την παράσταση «Λιοντάρια» όπου είσαι ένας από τους πρωταγωνιστές;
Τελειώσαμε από το θέατρο του Νέου Κόσμου και θα παίξουμε δύο παραστάσεις στο Bob festival στο θέατρο Χώρα 11 και 15 Μαϊου.
Αυτό που ήταν ωραίο με τη συγκεκριμένη παράσταση ήταν πως δεν ήσασταν καρικατούρες, αλλά ολοκληρωμένοι χαρακτήρες. Πόσο δύσκολη ήταν η διαδικασία γι’ αυτό τον ρόλο;
Η αλήθεια είναι ότι για μένα όσο δύσκολο και να φαίνεται σαν ιδέα πως κάνω ένα ζώο, έχει πολλές παγίδες. Μπορεί να πέσεις σε κλισέ και πιο επιφανειακά πράγματα και να μείνεις στη γραφικότητα, κάτι το οποίο δεν έχει καμία αξία πέραν του εντυπωσιασμού. Παρ’ όλα αυτά ένιωσα μια ελευθερία μέσα σ’ όλη αυτή τη δυσκολία γιατί όταν έχεις να υποδυθείς τέτοιου είδους ρόλους, σου δίνεται η δυνατότητα να εκτοξευτείς εκφραστικά σε πάρα πολλούς διαφορετικούς δρόμους. Τα περιθώρια είναι ανεξάντλητα, γιατί μέχρι να βρεις την τελική ισορροπία του ρόλου μεταξύ του τι σημαίνει ότι κάνω ένα λιοντάρι και κάνω έναν άνθρωπο, περάσαμε μια διαδικασία μέσα από τις πρόβες που δοκιμάσαμε πολλές παραμέτρους στο πώς να πλησιάσεις τους κώδικες του ζώου.
Πόσο διαφορετικός ήταν ο τρόπος που δουλέψατε;
Δουλέψαμε με τέτοιο τρόπο με τον Βασίλη Μαυρογεωργίου και τον Κώστα Γάκη όπου υπάρχει μια ιστορία σαν άξονας αλλά από κει και πέρα μέσα από τους αυτοσχεδιασμούς, το κείμενο το φτιάχνουν οι ηθοποιοί. Οπότε σκέψου ότι αυτά που λέμε στην παράσταση είναι δικά μας λόγια. Βέβαια το έργο στηρίζεται στο κόμικ «Τα λιοντάρια της Βαγδάτης», είναι αληθινή ιστορία αλλά είχε μόνο κάποιες ατάκες όχι όλα αυτά που λέμε. Εμείς έπρεπε να το αναπτύξουμε, να μπούμε στην ψυχολογία και του συγγραφέα και κυρίως των ηρώων και να το εμπλουτίσουμε με τη φαντασία μας. Κι όχι μόνο αυτό αλλά θέλαμε παράσταση με παράσταση ν’ αυτοσχεδιάζουμε και να μην υπάρχει τίποτα το σταθερό, με τη λογική του «τα πάντα ρει».
Ο ρόλος σου, το λιονταράκι ο Αλί που είναι και ο πιο μικρός στην παρέα, ονειρεύεται να γίνει βασιλιάς, να πετάξει και γενικά έχει μια αθωότητα που δεν τον αφήνει να καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης. Είναι κοντά στο δικό σας χαρακτήρα αυτά;
Είμαι λίγο απαισιόδοξος από τη φύση μου, ενώ ο Αλί είναι ένας χαρακτήρας πολύ φωτεινός και κυριαρχείται από έναν ενθουσιασμό. Θεωρώ τον εαυτό λίγο πιο μίζερο ως προς αυτά που θα ‘ρθουν.. όταν παίζαμε ας πούμε την «Κατσαρίδα» κι έπρεπε να παίξουμε σ’ ένα θέατρο 500 θέσεων είπα μέσα μου «καταστροφή δεν πρόκειται να κάνουμε τίποτα!». Βέβαια στη συνέχεια η ιστορία αυτή είχε έναν πολύ θετικό δρόμο για μας γιατί πήγε πάρα πολύ καλά.
Το αρχικό σχέδιο ήταν να παιχτεί για λίγο καιρό;
Όταν μου είπε ο Βασίλης ο Μαυρογεωργίου για την Κατσαρίδα και κάναμε μια δοκιμαστική πρόβα για να δούμε αν κολλάμε σαν δίδυμο με τον Μιχάλη (Οικονόμου) και είπε ο Βασίλης να το κάνουμε, δεν είχα μέσα μου καμία προοπτική της επιτυχίας. Θα παίζαμε Θεσσαλονίκη μόνο για δύο μήνες και μετά θα έμενα άνεργος, αλλά παρ’ όλα αυτά σκεφτόμουν ότι θα δουλέψω μ αυτά τα παιδιά κι ήμουν ευχαριστημένος. Δεν σκεφτόμουν αν θα έρθει κόσμος και ίσα ίσα πίστευα ότι μια παράσταση που έχει ήδη ξαναπαίξει στην Αθήνα τόσο καιρό δε θα ξανάπαιζε. Αλλά, τελικά, ήρθαν έτσι τα πράγματα που είχε μεγάλη ανταπόκριση.
Είναι απ αυτά τα ωραία απρόοπτα που χαίρεσαι όταν σου συμβαίνουν, αλλά είναι και πολύ εύκολο να ψωνιστείς;
Η αλήθεια είναι ότι ζούμε σε τέτοιες εποχές και προσωπικά κινούμαι σ' έναν ρυθμό δουλειάς που θεωρώ τελείως ανούσιο κι ανώφελο να ψωνιστείς. Νομίζω ότι είναι απίστευτη σπατάλη χρόνου.
Είναι πολύ συνηθισμένο φαινόμενο πλέον να ψωνίζονται κάνοντας μια βλακεία..
Ναι συμβαίνει αλλά δε με αφορά καθόλου. Πιστεύω ότι όλο αυτό βγαίνει από μία ανασφάλεια, χωρίς να κατακρίνω κάποιον, έχω φτάσει σε τέτοιο σημείο που με κουράζει πάρα πολύ η έννοια του καριερίστα. Εκεί που θέλω να καταλήξω είναι ότι δε μπορώ να κάνω παρέα με ανθρώπους με ματαιοδοξία στα μάτια. Έχω πολλούς φίλους ηθοποιούς κι έχω καταλήξει να κάνω παρέα με αυτούς που μπορούμε να συζητήσουμε σε μια πιο ήπια και καλλιτεχνική φάση. Γιατί ο ναρκισσισμός κι ο «καριερισμός» δεν έχουν να κάνουν με την τέχνη, απλά χρησιμοποιούν ως όχημα την τέχνη.
Η κατάσταση που επικρατεί σου βγάζει μια ευκολία; Ότι δηλαδή πολλοί απ’ αυτούς που θα βγούν από μία σχολή θα ψάξουν πως θα γίνουν γνωστοί, να βγουν στην τηλεόραση κτλ
Κοίταξε εγώ όταν τελείωσα τη σχολή και κάναμε την «Κατσαρίδα», ήταν πολύ μεγάλη ικανοποίηση το γεγονός ότι δύο παντελώς άγνωστοι ηθοποιοί είχαμε καταφέρει μια επιτυχία χωρίς να κάνουμε τηλεόραση. Αυτό μας συνέβη πάρα πολύ γρήγορα και δεν ήταν κάτι που έγινε με τον κλασσικό τρόπο όπως το να κάνεις μια επιτυχία στην τηλεόραση και μετά να γίνεις γνωστός. Το θεάτρο έχει μια πιο αθώα δυναμική στον κοσμο ενώ τα κανάλια έχουν μια σκλήρή στρατηγική κυρίως στην αισθητική στο πως θα προβάλουν κάτι. Αυτός είναι κι ένας από τους λόγους που είμαι αρκετά φοβισμένος απέναντι στην τηλεόραση.
Εσύ δεν έχεις κάνει τηλεόραση από επιλογή;
Ναι. Έχουν γίνει κάποιες προτάσεις αλλά δεν έχω δεχτεί γιατί προτιμώ όταν γίνει να το κάνω με την ίδια όρεξη που θα κάνω μια παράσταση. Δεν θα 'θελα να κάνω κάτι για τα λεφτά ή κάτι που θα πεις ότι το ψιλοφτύνεις κιόλας. Τώρα ας πούμε κάνω γυρίσματα για μία ταινία με σκηνοθέτη τον Χρήστο Νικολέρη, είναι μια μεταφορά του «Ρωμαίου και της Ιουλιέττας» και λέγεται «Κανένας». Αυτός και η ομάδα του κάνανε τα «Άγρια παιδιά» και αν αυτοί κάνανε κάποια δουλειά τότε ναι θα ήθελα να κάνω κάτι μαζί τους γιατί δουλεύουν μ’ ένα πάρα πολυ ωραίο τρόπο. Από την άλλη συνήθως μου προτείνουν πράγματα για τηλεόραση που δε με βολεύουν χρονικά επειδή τρώω πολύ χρόνο σε πρόβες κτλ στο θεάτρο και δεν έχω χρόνο. Κι επίσης κάποια περίοδο που έκανα πολλά πράγματα μαζί, κατάλαβα ότι δε μου έδινε χαρά αυτό το πράγμα κι ότι λειτουργώ σαν ρομπότ. Ένιωθα ότι δε ζω αλλά απλά παράγώ και είναι μια δουλειά που θέλω να τη χαίρομαι κι όχι να σιχτιρίζω μέσα μου.
Και στο «Σφαγείο» και στα «Λιοντάρια» θίξατε θέματα που αποτελούν σύγχρονα προβλήματα. Το θέατρο για σένα είναι ένας τρόπος να επέμβεις στα πράγματα, μια μορφή επανάστασης;
Ναι σιγουρα κι αυτό ήταν πολύ έντονο στο «Σφαγείο». Ήταν τραγικό γιατί φαντάσου παίζαμε την παράσταση στις Σέρρες, απ’ όπου ξεκινήσαμε, και μία βδομάδα μετά την πρεμιέρα γίνεται η επέμβαση στη Λωρίδα της Γάζας . Ήταν ανατριχιαστικό γιατί το έργο θίγει το παλαιστινιακό ζήτημα από την πλευρά των Παλαιστινίων και μιλάει για πράγματα τα οποία έχουν συμβεί επειδή η ιστορία εκτυλίσσεται κατα τη διάρκεια της πρώτης Ιντιφάντα. Αυτό το έργο είχε γραφτεί κάποια χρόνια πριν και τα λόγια που λέγαμε ήταν σαν να αφορούσαν το τώρα. Η πραγματικότητα πέρασε στο έργο μ έναν τρομερό τρόπο. Και με τα "Λιοντάρια", μπορεί να έχει τελειώσει ο πόλεμος στη Βαγδάτη -αν και υπάρχουν ακόμα αμερικάνικες δυνάμεις εκεί- αλλά θα σου πω κάτι που το σκέφτηκα πριν κάποιες μέρες γιατί το καλό με το θέατρο είναι ότι μπορεί να σκεφτείς πράγματα αφού έχει ανέβει η παράσταση.
Υπάρχει μια σκηνή στο τέλος όπου τα λιοντάρια ανεβαίνουν σε μια ταράτσα και βλέπουν το ηλιοβασίλεμα. Την ώρα που παίζαμε αυτή τη σκηνή σκεφτόμουν ότι αν το ηλιοβασίλεμα στη Βαγδάτη περιλαμβάνει ένα πορτοκαλί χρώμα, υπάρχουν μιναρέδες, φαίνονται ταράτσες σπιτιών και υπάρχει μια συγκεκριμένη αρχιτεκτονική, αυτό το σκηνικό υπάρχει τώρα; Μάλλον όχι. Θέλω να πω ότι ειναι μια εικόνα που μπορεί να συμβεί. Κι είναι τρομαχτικό αν σκεφείς ότι μια πολύ γλυκιά εικόνα που αποτελεί κάτι χαρακτηριστικό, καταστρέφεται. Κι εμείς εδώ καλά τα λέμε αραχτοί αλλά όταν ζεις την αλήθεια μες το πετσί σου δεν έχεις το περιθώριο να τ’ αναλύσεις και πάρα πολύ.
Γενικά, αν δεν συμβεί κάτι τραγικό δίπλα μας δεν υπάρχει περίπτωση ν’ ασχοληθούμε γιατί επικρατεί πολύ έντονα το φαινόμενο του «παρτακισμού»..
Κοίταξε να δεις, πιστεύω ότι αυτή είναι η τραγική πραγματικότητα γιατί σ αυτή τη χώρα δεν υπάρχει αίσθημα συλλογικότητας. Δε θέλω να είμαι απ’ αυτούς που συνέχεια γκρινιάζουν αλλά πιστεύω πως όταν λέμε ότι «πάντα χάλια ήμασταν και έτσι θα είμαστε πάντα» είνα ένας εύκολος δρόμος για να αποτινάξουμε από πάνω μας την προσωπική ευθύνη.Όχι αυτό είναι κάτι που μπορεί ν’ αλλάξει. Από την άλλη όμως δε μπορώ όταν πάω ας πούμε στο Βερολίνο να μην εκτιμήσω το γεγονός ότι π.χ. ο ταξιτζής θα είναι ευγενικός ή ότι ο δρόμος θα είναι πεντακάθαρος. Αλλά θεωρώ πως είναι είναι μίζερο να λες πως εδώ όλα είναι χάλια γιατί και στο εξωτερικό έχουν προβλήματα. Όταν λέμε για την έλλειψη συλλογικής ευθύνης, αισθάνεσαι ότι δεν υπάρχει η έννοια της κοινοκτησίας. Δηλαδή είναι παρά πολυ κρίμα το ότι δεν υπάρχει μια κοινή ιδιοκτησία σε πράγματα που θα πρεπε και έχουμε το σκεπτικό ότι «αφού το έκανε ο άλλος θα το κάνω κι εγώ» Είναι αστείο να βλέπεις ότι διπλοπαρκάρει ο άλλος στο δρόμο και χέστηκε γι' αυτό που θα προκαλέσει αφού δεν τιμωρείται και η λαμογιά του επιβραβεύεται. Επίσης ποτέ δεν κατάλαβα γιατί να κλείνει ο δρόμος για να περάσει ένας πολιτικός ή ας πούμε ακόμα κι ο Αρχιεπίσκοπος.
Υπάρχει αυτό κι υπάρχει και η άλλη η νοοτροπία να θεωρούμε «μάγκα» τον τύπο που για παράδειγμα θα περάσει με το Hummer του για να το δείξει και θα προκαλέσει πρόβλημα στην κυκλοφορία.
Όλο αυτό αντικατοπτρίζει μια ανάγκη η οποία έχει πιο απτές ρίζες και έχει να κάνει με τ’ ότι προσπαθούμε να θεωρήσουμε ως επιτυχημένη φυσιογνωμία τον άνθρωπο αυτόν που έχει απλά τα λεφτά ή που θα χτίσει ένα ωραίο σπίτι. Κι όλα αυτά χωρίς να σκεφτούμε ότι αυτό το σπίτι για να χτιστεί μπορεί να έχει γ......... έναν προστατευόμενο οικισμό ή δάσος και χωρίς να σκεφτούμε ότι αυτός είναι ένα λαμόγιο που τα χει βγάλει με μίζες. Κι επειδή είμαστε ένας φτωχός λαός που έχει περάσει μεγάλες κακουχίες, πιστεύω ότι αυτόν που έχει λεφτά πάντα θα τον βλέπουμε σαν τα παιδάκια σε κάτι χωριά στις ελληνικές ταινίες που βλέπουν την κούρσα, το ακριβό αμάξι και τρέχουν από πίσω φωνάζοντας. Έτσι είναι ο Έλληνας-σαν παιδάκι που φωνάζει πίσω από την κούρσα. Έχει αλλάξει λίγο αλλά θα περάσουν πολλές γενιές για να εξαφανιστεί αυτό.
Ποιος ήταν ο σκοπός σου όταν αποφάσισες να γίνεις ηθοποιός;
Δεν είχα κάποιον ιδιαίτερο σκοπό. Ήταν πολύ συνειδητή απόφαση, ήμουν αρκετά ώριμος όταν την πήρα κι ήξερα ότι μου έδινε μεγάλη χαρά ότι θα κάνω μια δουλειά που απαιτεί το να μπαίνω σε ψυχολογίες άλλων ανθρώπων. Θέλω να γίνομαι καλύτερος άνθρωπος μέσα από το θέατρο. Όταν ήμουν μικρός μπορεί να μην ήξερα τι ήθελα να άλλα ήξερα ότι κοντά στην τέχνη αισθανόμουν καλά. Έγραφα, τραγουδούσα, ασχολιόμουν με τη μουσική... όλα αυτά.
Λόγω της μητέρας σου (Φιλαρέτη Κομνηνού) είχες το θέατρο στην οικογένεια σου. Αυτό σε αγχώνει, έχεις δηλαδή συνέχεια μεγάλες προσδοκίες από τον εαυτό σου;
Ποτέ δεν υπήρξε κάποια πίεση ν' αναλάβω καμία σκυτάλη ή τίποτα παρόμοιο. Επειδή ο κόσμος αρέσκεται να βάζει ταμπέλες και ξέρω ότι θα πρέπει ν αποδείξω πως είμαι εδώ και κάνω αυτή τη δουλειά γιατί είναι τ' όνειρο μου. Δε θέλω ν' αποτελέσω καμία συνέχεια κάποιας οικογενειακής παράδοσης αλλά εγώ ως Γιώργος να κάνω ότι μπορώ. Δεν ζω στο δικό μου σύμπαν, ξέρω ότι πολύς κόσμος μπορεί να σκεφτεί με μια άλλη λογική αλλά εγώ δε μπορώ κάνω κάτι γι’ αυτό. Κάνω τις επιλογές που κάνω στη δουλειά και προσπαθώ να κάνω πράγματα τα οποία δεν εμπλέκουν εμένα και τη μητέρα μου. Από κει πέρα όμως δεν υπάρχει κάποιο κόμπλεξ- θα ήθελα πάρα πολύ να παίζαμε σε μια παράσταση μαζί αλλά όχι τώρα. Κι αυτό γιατί είναι ακόμα αρχή και θέλω να σταθώ στα πόδια μου γι αυτό ό,τι δουλειές έχω κάνει είναι σε χώρους που δεν έχει δουλέψει εκείνη, οι σκηνοθέτες μ’ επιλέγουν επειδή είμαι εγώ.
Ακόμα κι ο Κακλέας που έχει δουλέψει με την μητέρα μου με πήρε στη Λυσιστράτη γιατί με ήξερε από μια οντισιόν για μια παλιότερη παράσταση του και με είδε αργότερα στην «Κατσαρίδα». Προτιμώ έναν τέτοιο δρόμο, αλλά όλο αυτό δε θέλω να βγαίνει με μια πίεση γιατί έχω πολύ καλή σχέση με τη μητέρα μου, τη θαυμάζω και την εκτιμώ σαν ηθοποιό και δε θέλω να βγει ότι η στάση μου είναι κομπλεξική. Απλά όσο μπορώ επειδή ξέρω ότι κάποιοι σε περιμένουν στη γωνία, προπαθώ να κάνω πράγματα «δικά μου» και νιώθω πολύ καλά μ’ αυτά που έχω κάνει μέχρι στιγμής.
Ποιο είναι το πιο χαρακτηριστικό περιστατικό που έχει συμβεί σε παράσταση σου;
Έχω μια ευαισθησία στους ανθρώπους τρίτης ηλικίας και μια αίσθηση ευθύνης απέναντι τους. Από τις πιο γλυκές μου στιγμές στο θέατρο ήταν όταν παίζαμε την «Κατσαρίδα» που σηκώσαμε μια μεγάλη κυρία στη σκηνή για να της κάνουμε κάποιες ερωτήσεις και άρχισε να μας δίνει συγχαρητήρια εκείνη την ώρα! Επίσης στα «Λιοντάρια», ήταν στο κοινό ένα ζευγάρι ηλικιωμένων και κάποια στιγμή άκουσα τη γιαγιά να επαναλαμβάνει στο αυτί του παππού αυτά που λέμε. Ενώ καμιά φορά μας ενοχλεί ν ακούμε ψιθύρους από κάτω, το συγκεκριμένο περιστατικό το βρήκα απίστευτα γλυκό και το γεγονός ότι αυτοί οι άνθρωποι κουβαλήθηκαν σε μια τέτοια παράσταση έχει μεγάλη σημασία. Κι όταν το ανέφερα στα παιδιά μετά στα καμαρίνια είπα ότι εμένα αυτό μου δίνει μεγάλη χαρά σαν ηθοποιό, είναι απίστευτη ανταμοιβή. Μπορεί ν' ακουστεί ρομαντικό αλλά για μένα είναι κάτι τρομερής ουσίας. Δεν πρέπει να ξεχνάς ότι σ’ αυτή τη δουλειά απευθύνεσαι σε ανθρώπους όχι στον αέρα γιατί κάποιοι έχουν την τάση να ξεχνάνε ότι η ουσία του θεάτρου είναι η επικοινωνία.
Τι σ’ ενοχλεί σαν θεατής σε μια παράσταση;
Αγαπάω πάρα πολύ τον ηθοποιό που τον απασχολεί αυτό που κάνει, προσπαθεί κάθε μέρα να φτάσει πιο ψηλά στο στόχο του για τον κάθε ρόλο. Εκείνον που έχει αράξει και βάζει μια κασέτα τον βαριέμαι. Μπορώ να δικαιολογήσω τα πάντα αλλά για μένα σημασία έχει η πρόθεση.
Υπάρχει κάποιος άνθρωπος που σ εμπνέει; Να σε κινητοποιεί να κάνεις πράγματα, να δημιουργείς κτλ;
Όταν ήμουν μικρός είχα πολλά πρότυπα, όσο μεγαλώνω αισθάνομαι ότι αυτά απομακρύνονται από μένα. Παρ όλα αυτά υπάρχουν άνθρωποι όχι απαραίτητα ηθοποιοί αλλά σκηνοθέτες, μουσικοί... Για μένα είναι υπόδειγμα μουσικών αλλά και ανθρώπων ο Γιώργος Σταθάκης και ο Γιάννης Αγγελάκας, μετά ο Βασίλης Μαυρογεωργίου (όχι επειδή έχουμε συνεργαστεί αλλά πραγματικά πιστεύω ότι είναι ένας πολύ άξιος άνθρωπος και με βοήθησε σε πολλά επίπεδα), ο Lars Eidinger, ένας Γερμανός ηθοποιός στη Σαουμπίνε.
Αγαπάω πολύ το γερμανικό θέατρο γι αυτό θα πω και τον Michael Thalheimer, σκηνοθέτη των Αρουραίων γιατί θεωρώ ότι είναι ένας άνθρωπος που προτείνει κάτι πολύ ουσιαστικό το θέατρο γενικότερα. Επίσης ο Tom Waits που όπως είχε πει ο Λαέρτης Μαλκότσης, ό,τι κάνει είναι σαν μια μικρή περφόρμανς. Αντλώ έμπνευση απ αυτά που μου δώσανε εξ αρχής χαρά. Ας πούμε μετά από χρόνια και πολλές ταινίες, αν με ρωτήσεις ποια είναι η αγαπημένη μου ταινία θα σου πω το "Goonies" του Steven Spielberg και το λέω εντελώς ακομπλεξάριστα!
Όταν όλα πάνε χάλια ποια είναι η πρώτη θετική σκέψη που σου 'ρχεται στο μυαλό;
Είναι μια εικόνα. Να είμαι με αγαπημένους μου ανθρώπους στη Θεσσαλονίκη, Σάββατο πρωί στην αγορά, να ακούγεται μουσική από νταούλια, να πίνουμε και να χορεύουμε μέσα σ αυτό το συνονθύλευμα ανθρώπων, μυρωδιών από μπαχάρια και τσίκνας από τα κρέατα που ψήνουν, ρακόμελων και τσίπουρου.
Κική Παπαδοπούλου