Το νέο έργο του Δ. Δημητριάδη στο ΑΜΟΡΕ

07.12.2000
Ο Νίλος και η Μηλίτσα θέλουν να παντρευτούν. Είναι ερωτευμένοι, λένε. Ο Φίλων, ο φίλος που ζηλεύει και προφητεύει. Προφητεύει πράγματα φρικτά και ανείπωτα.
"Δεν πρέπει να ευχόμαστε. Ούτε να περιμένουμε." Ευγένιος

Ο Νίλος και η Μηλίτσα θέλουν να παντρευτούν. Είναι ερωτευμένοι, λένε. Ο Φίλων, ο φίλος που ζηλεύει και προφητεύει. Προφητεύει πράγματα φρικτά και ανείπωτα. Και δε θέλει αυτόν το γάμο: "Ο γάμος προϋποθέτει χωρισμό. Ο γάμος είναι ένας παρατεταμένος χωρισμός". Ο Νίλος και η Μηλίτσα και τα παιδιά τους, ο Αιμίλιος, η Στάρλετ και ο Ευγένιος. Ο Α, ο Β και ο Γ. Δεν είναι φίλοι των υπόλοιπων προσώπων. Τα πρόσωπα δεν γνωρίζουν την ύπαρξη τους, αλλά η ζωή τους εξαρτάται από την κίνηση των νημάτων που κρατούν στα χέρια τους ο Α, ο Β και ο Γ. "Το υλικό ανήκει σε κάποιον. Όταν το έχεις στα χέρια σου δεν έχει καμία σημασία σε ποιον ανήκει", ισχυρίζονται.
Ο Νίλος και η Μηλίτσα και τα παιδιά τους, ο Αιμίλιος, η Στάρλετ και ο Ευγένιος. Και οι προφητείες του φίλου που βγαίνουν αληθινές. Και όλα παίρνουν φωτιά. Η ομιλία αποκαλύπτεται μία παγίδα θανάτου, λέει ο ίδιος ο συγγραφέας. Η απληστία, η ζήλια, η δύναμη του πεπρωμένου (που όμως εμείς το δημιουργούμε με το Λόγο), η δύναμη των άλλων πάνω μας, ο απών Θεός, η αιμομιξία ως αποτέλεσμα της αποκτήνωσης, η αιμομιξία ως αναπόφευκτη πράξη. Όλα ξεκινούν από εμάς τους ίδιους. Οι συνέπειες αφορούν τις πράξεις μας που φαινομενικά μπορεί να είναι αθώες. Ποιος κρατά τα νήματα και ποιος τα κινεί; Και εμείς τι μπορούμε να κάνουμε; Τίποτα, γιατί είναι πια αργά. Ο Α, ο Β και ο Γ είναι ο Θεός που καραδοκεί. Και ο άνθρωπος τόσο μόνος, τόσο αβοήθητος, στέκεται άναυδος μπροστά στην καταστροφή.
Το έργο παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον, ακόμα μεγαλύτερο αν υπολογίσει κανείς ότι ανήκει στη σύγχρονη εγχώρια παραγωγή. Βλέπουμε τους ήρωες να οδεύουν σε μια προαναγγελθείσα καταστροφή. Η τραγική ειρωνεία είναι διάχυτη. Οι θεατές ξέρουν. Και τα πρόσωπα ξέρουν, αλλά προχωρούν. Και τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει το κακό. Η μνήμη δε βοηθά. Η προφητεία δεν αναιρείται. Αιωρείται. Σαν τσεκούρι πάνω από τα κεφάλια των ηρώων. Των αθώων ηρώων; Ο συγγραφέας, κρυμμένος πίσω από τον Α, τον Β και τον Γ, τιμωρεί. Γιατί τιμωρεί; Ποια είναι τα λάθη, τα αμαρτήματα; Αρκεί το προπατορικό αμάρτημα; Και οι ήρωες δεν καταλαβαίνουν. Και δε ξέρουν πως να υπομείνουν, πως να ξορκίσουν μια τόσο σκληρή μοίρα. Είναι ανίκανοι να δουν. Αν έβλεπαν τουλάχιστον. Βλέπουν μόνο το αποτέλεσμα. Κι αυτό γιατί δεν κατάλαβαν τίποτα, όλη τους τη ζωή δεν κατάλαβαν τίποτα. Και αρρώστησαν. Και τα παιδιά τους αρρώστησαν κι αυτά. Κι αυτή η αρρώστια δε γιατρεύεται. Και ο προφήτης κόβει την αναθεματισμένη γλώσσα του για όλα όσα ...ευχήθηκε.

Η γράφουσα θέλει πρώτα από όλα να χαρίσει ένα πολύ μεγάλο μπράβο στους ηθοποιούς της παράστασης. Όλοι, μα όλοι, πίστεψαν στο έργο. Και το πιο σημαντικό πίστεψαν στην παράσταση. Κυκλοφορούν, ουρλιάζουν, συζητούν, γδύνονται, αναπόσπαστα κομμάτια από το όραμα του συγγραφέα και του σκηνοθέτη. Ο Μηνάς Χατζησάββας γυμνός, έξαλλος, να έχει καβαλήσει τη Μισέλ Βάλλευ. Ακριβώς μπροστά του ηλικιωμένη κυρία με ταγέρ κοιτάει άναυδη, θεατής -μέρος της παράστασης εν τέλει. Στο πνεύμα των συγγραφικών πόθων του Δ. Δημητριάδη τα σκηνικά της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου!
Οι ερμηνείες σπουδαίες. Αλλά το όραμα; Αν υπάρχει κάτι που θα μπορούσε να τεθεί υπό αμβισβήτηση είναι ακριβώς αυτό το όραμα. Γιατί το σκηνοθετικό ταλέντο υπάρχει. Και λειτουργεί. Και βρίσκει λύσεις. Και εντυπωσιάζει! Αυτός ο υγιής -έως ενός σημείου- εντυπωσιασμός δυσκολεύει τη λειτουργία της τραγικής ειρωνίας, που αποτελεί σημαντικότατο στοιχείο στο έργο του Δημητριάδη. Το κλάμα και η απόγνωση ρουφιούνται κάποιες στιγμές στο χωνευτήρι της σκηνοθεσίας. Κι όμως -είναι οι ερμηνείες των ηθοποιών, το ταλέντο του Χουβαρδά, η θεατρικότητα του κειμένου;- ο θεατής βγαίνει κερδισμένος. Παρ' όλες τις επιφυλάξεις για τη σκηνοθετική προσέγγιση του Γ. Χουβαρδά, προτείνω σε όποιον ενδιαφέρεται να αναστατωθεί θεατρικά να πάει στο Αμόρε. Και να δει την παράσταση. Και κυρίως να χειροκροτήσει δυνατά και τους εννέα ηθοποιούς που δεν ειρωνεύονται ούτε την παράσταση, ούτε το έργο, ούτε το ίδιο τους το παίξιμο. Που δε ξεφεύγουν στιγμούλα από το όραμα. . . Και που μπορούν να μας χρεώσουν έναν σκηνικό εαυτό που όσο τραβηγμένος κι αν είναι, είναι αληθινός.