Η «Όπερα της Πεντάρας», το αριστούργημα του Μπέρτολτ Μπρεχτ σε μουσική Κουρτ Βάιλ, ένα από τα ωραιότερα έργα του μουσικού θεάτρου που γράφτηκαν ποτέ, πλούσιο σε στοιχεία όπερας αλλά και δράματος, παρουσιάζεται σε συναυλιακή μορφή, την Τρίτη 22 Ιανουαρίου, στις 8.30 το βράδυ, στην Αίθουσα Φίλων της Μουσικής.
Η εκδήλωση που εντάσσεται στο πλαίσιο της διοργάνωσης «Αθήνα-Βερολίνο, Διαδρομές ήχου και κίνησης» της Σειράς Γέφυρες του ΜΜΑ (η οποία φέρνει σε επαφή την πρωτεύουσά μας με την ιστορία και τον πολιτισμό της γερμανικής μητρόπολης), συγκεντρώνει πλήθος καταξιωμένων Γερμανών και Ελλήνων καλλιτεχνών, προερχόμενων από το χώρο της μουσικής και του θεάτρου.
Ανάμεσά τους: τον συνθέτη και μαέστρο ΗΚ Γκρούμπερ, έναν από τους πιο ένθερμους ερμηνευτές της μουσικής του Κουρτ Βάιλ, τους ερμηνευτές Φλόριαν Μπόες (στο ρόλο του Μακχήθ), ΗΚ Γκρούμπερ (κύριος Πήτσαμ), Σουζάν Κέλλινγκ (κυρία Πήτσαμ), Ούτε Γκφρέρερ (Πόλλυ), Βίννι Μπόουϊ (Λούσυ), Τόρα Άουγκσταντ (Τζέννυ), Μάικλ Λιούκ (Tiger Brown). Το ρόλο του αφηγητή έχει ο ηθοποιός Ακύλλας Καραζήσης. Συμμετέχει η Χορωδία της ΕΡΤ με προετοιμασία από τον Αντώνη Κοντογεωργίου και το Εnsemble Modern. Διευθύνει ο ΗΚ Γκρούμπερ. Το σχεδιασμό του ήχου υπογράφει ο Νόρμπερτ Όμμερ.
Η παράσταση παρουσιάζεται με ελληνικούς υπέρτιτλους.
«Η Όπερα της Πεντάρας» πρωτοπαρουσιάστηκε στις 31 Αυγούστου 1928 στο Berlin Schiffbanerdamm Theatre και είναι η πρώτη σοβαρή απόδειξη της συνεργασίας του Μπέρτολτ Μπρεχτ και του Kουρτ Βάιλ. Μιας συνεργασίας που τους καθιέρωσε ως ένα επιτυχημένο καλλιτεχνικό δίδυμο και η οποία στην πραγματικότητα είχε ξεκινήσει το 1927 με το «Μικρό Μαχαγκόνυ», ένα σχεδίασμα της όπερας «Άνοδος και πτώση της πόλης του Μαχαγκόνυ» που προκάλεσε σκάνδαλο το 1930. Το έργο σημείωσε αμέσως επιτυχία και σύντομα παρουσιάστηκε σε όλες τις λυρικές σκηνές της Γερμανίας. Στα πέντε πρώτα χρόνια από το ανέβασμά της, η «Όπερα της Πεντάρας» παίχτηκε γύρω στις 5.000 φορές, ενώ γρήγορα ανέβηκε και στις σκηνές της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Αμερικής.
Ο διάσημος Γερμανός σκηνοθέτης Βίλχελμ Παμπστ γύρισε δύο κινηματογραφικές εκδοχές της Όπερας: μία γερμανική και μία γαλλική. Η «Όπερα της Πεντάρας» αποτελεί στην ουσία διασκευή του έργου «Όπερα του Ζητιάνου» σε λιμπρέτο του Τζων Γκέι και τραγούδια του Τζων Κρίστοφερ Πέπας, έργου που είχε ανέβει στο Λονδίνο το 1728, με έντονη την πρόθεση κοινωνικής κριτικής. Η υποδοχή που έγινε στην επανεμφάνιση της «Όπερας του Ζητιάνου», η οποία παιζόταν στο Λονδίνο επί δυόμισι σχεδόν χρόνια, είναι ένας από τους λόγους που ώθησαν τον Μπρεχτ να τη διασκευάσει για τη γερμανική σκηνή.
Από το πρότυπό της, η «Όπερα της Πεντάρας» κρατά αρκετά στοιχεία της πλοκής, της μουσικοθεατρικής μορφής και αυτή την ατμόσφαιρα κοινωνικής κριτικής «από τα κάτω», με την πλούσια αλλά και ωμή εικονογράφηση ενός βρώμικου, λούμπεν Λονδίνου αλά Ντίκενς.
Το έργο είναι μία πολύπλοκη σάτιρα που λειτουργεί σε πολλά επίπεδα και μας μεταφέρει στον εγκληματικό υπόκοσμο των προαστίων του Λονδίνου, καταφύγιο των φτωχότερων κοινωνικών στρωμάτων της πόλης. Πρόκειται για μια παράσταση-παγίδα στην οποία πρέπει να πιαστεί ο συνηθισμένος, ο αστός θεατής ο οποίος αντικρίζει και μερικά πράγματα που δεν θα ήθελε να δει. Βλέπει τις επιθυμίες του όχι μόνο να πραγματοποιούνται αλλά και να γίνονται αντικείμενο κριτικής.
Η μουσική του Βάιλ και τα τραγούδια του Μπρεχτ κάνουν το αστικό υπερθέαμα να χάνει την ισορροπία του, αποκαλύπτουν ότι αυτό το θέατρο δεν είναι αστικό αλλά απευθύνεται στους αστούς. Η μουσική και τα τραγούδια εξαίροντας τις ανομολόγητες επιθυμίες του θεατή, αναστέλλουν την ειδυλλιακή συμμετοχή του στην παράσταση.
Πέρα από την σημαντική μετατροπή των θεατρικών μέσων του μιούζικαλ σε μέσα κοινωνικής κριτικής, με την «Όπερα της Πεντάρας» επιχειρείται μια πρώτη απόπειρα να βρεθεί ένας νέος τρόπος παιξίματος. Απόπειρα που, παρά τις αντιδράσεις των ηθοποιών του Θεάτρου του Φράγματος των Ναυπηγών, στέφεται με θριαμβευτική επιτυχία και δίνει στον Μπρεχτ την δυνατότητα να συνεχίσει τους πειραματισμούς του.
Ως προς τα τραγούδια της παράστασης, τα γεμάτα αναφορές στην «ελαφρά» μουσική της εποχής αλλά και με έντονο το στοιχείο της παρωδίας υφών της λόγιας μουσικής, αυτά γνώρισαν αναρίθμητες διασκευές και τραγουδήθηκαν από διαφορετικούς ερμηνευτές, εντός αλλά και κυρίως εκτός του πλαισίου παράστασης του έργου. Εξαιρετικής σημασίας είναι οι ηχογραφήσεις του έργου με τη συμμετοχή της Λόττε Λένυα, όπου η σύζυγος και παραδειγματική ερμηνεύτρια του Βάιλ τραγουδά το ρόλο της Τζέννυ.
Μπορεί ο Βάιλ στην «Όπερα της Πεντάρας» να υποχώρησε στην μπρεχτική αισθητική που απαιτούσε τη συνεχή διακοπή στην εξέλιξη του έργου από τραγούδια που δεν θα αποσπούσαν την προσοχή του κοινού, αλλά απλώς «θα έδιναν την ατάκα» στο κείμενο, αλλά η θριαμβευτική υποδοχή της μουσικής του επέβαλε την κατανάλωση καθενός ξεχωριστά από αυτά τα τραγούδια, χωρίς καμία σύνδεση με το υπόλοιπο έργο, από ένα πολυποίκιλο κοινό και από καλλιτέχνες τόσο διαφορετικούς μεταξύ τους όσο ο Στινγκ, η Τερέζα Στράτας, ο Τομ Γουέιτς και η Κάρλα Μπλέυ.
To αριστούργημα των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ σε συναυλιακή μορφή παρουσιάζεται στο πλαίσιο των εκδηλώσεων «Αθήνα-Βερολίνο, Διαδρομές ήχου και κίνησης» της Σειράς Γέφυρες...