Ολα σε θυμίζουν...

22.10.2007
Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον απροσδόκητο χαμό του, ο Μάνος Λοϊζος συνεχίζει να ζει μέσα από τα άφθαρτα τραγούδια του. Η Χάρις Αλεξίου γράφει στις Εικόνες με την πένα της ψυχής για έναν φίλο που δεν θα ξεχάσει ποτέ.

Είκοσι πέντε χρόνια μετά τον απροσδόκητο χαμό του, ο Μάνος Λοϊζος συνεχίζει να ζει μέσα από τα άφθαρτα τραγούδια του. Η Χάρις Αλεξίου γράφει στις Εικόνες με την πένα της ψυχής για έναν φίλο που δεν θα ξεχάσει ποτέ.

Λένε ότι όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι ξεχνιούνται. Θυμάμαι μια πολύ ωραία φράση που είπε κάποιος: «Πεθαίνουν αυτοί που λησμονιούνται».

Ο Λοϊζος δεν έχει πεθάνει τελικά. Αυτή είναι και η ευλογία του καλλιτέχνη. Αγαπιέται ακόμα και ζει μέσα από τα τραγούδια του. Τον είδα στον ύπνο μου τον Μάνο. Ηρθε στο όνειρό μου μετά το πρώτο βράδυ που τραγούδησα στο Ηρώδειο, φέτος το καλοκαίρι. Τον είδα να συμμετέχει στα τραγούδια, να μας συντονίζει στις πρόβες, να είναι πολύ τρυφερός μαζί μου. Μετά 25 χρόνια απουσίας, η εικόνα αυτή που ήρθε στο όνειρό μου δεν υπάρχει στην πραγματικότητα. Με επισκέπτεται για πολύ λίγο όταν βρίσκομαι με τους ανθρώπους που είχαμε κοινές παρέες και στη συζήτηση φέρνουμε μνήμες κοινών εμπειριών όπου πρωταγωνιστούσε ο Μάνος. «Θυμάσαι τότε...» ή «θυμάσαι αυτό...» περιγράφουμε ιστορίες, και ο ένας δίνει την ατάκα στον άλλο. Ετσι ξεδιπλώνεται η κοινή μας πορεία, σαν ανάμνηση.

Μέσα στην καθημερινότητά μας, ο Μάνος δεν υπάρχει. Το ότι τον είδα στο όνειρό μου δείχνει πόσο ανάγκη είχα να ξαναζήσω τη φυσική του παρουσία. Υστέρα απ αυτό, αισθάνθηκα διαφορετικά πάνω στη σκηνή. Σαν να με έβαλε σε μια καινούργια θέση πάνω στο πάλκο. Σαν να μου έλεγε: «Εγώ είμαι εδώ τώρα, δεν είσαι εσύ». Αισθάνθηκα προστασία από την παρουσία του. Εβλεπα τον κόσμο να συμμετέχει στα τραγούδια του, ανθρώπους κοντινούς στην ηλικία μου, να μελώνει το βλέμμα τους γιατί ξαναζούσαν τη δική τους εποχή, τα δικά τους νιάτα. Οι νέοι άνθρωποι έχουν στη ματιά τους την αγωνία να μάθουν. Οι παλαιότεροι το έχουν ζήσει και χαίρονται, γιατί τους το θυμίζεις.

Φέτος το καλοκαίρι ένιωσα πολλές φορές στις συναυλίες, την ώρα που γινότανε η ένωση με τον κόσμο, ότι γύριζα πολλά χρόνια πίσω και ότι βρισκόμουν σε μια συναυλία της μεταπολίτευσης. Ο κόσμος διαθέτει πλέον έναν αγωνιστικό παλμό όπως τότε. Από ένα σημείο και έπειτα οι νεότεροι, άφηναν τις θέσεις τους, έρχονταν και ακουμπούσαν τα χέρια τους πάνω στην εξέδρα. Αυτή πρέπει να είναι η πιο ωραία στιγμή για έναν τραγουδιστή. Αυτό δεν γινόταν βέβαια σε ένα αρχαίο θέατρο ή στο Ηρώδειο, όπου το κοινό είχε μιαν άλλη συμπεριφορά, αν και συμμετείχε και τραγουδούσε μαζί μας. Καθώς πλησίαζαν στην εξέδρα, έβλεπα τα σηκωμένα χέρια και σκεφτόμουν πως ήταν σαν να βρισκόμουν πίσω στο 1974, στο 1978 ή ακόμα και στο 1980. Τέτοιον παλμό είχε ο κόσμος. Αιφνιδιάστηκα βλέποντας τα νέα παιδιά να γνωρίζουν καλά τα τραγούδια του Μάνου. Οι πιο παλιοί έχουν ζήσει με αυτά, είναι τα ακούσματά τους. Σκεφτόμουν πώς είναι δυνατόν να τα ξέρουν αυτά οι νεότεροι; Γιατί είναι τραγούδια με δύσκολους στίχους, με πολιτικά μηνύματα. Προφανώς τα άκουγαν σπίτι τους από τους γονείς τους ή κάτι γίνεται με το κύτταρό μας και μεταδίδουμε αυτό το «κάτι» που μας χαρακτηρίζει από γενιά σε γενιά. Δεν θα μπορούσαν να γνωρίζουν τα τραγούδια του αυτά τα παιδιά, γιατί ο Μάνος έχει φύγει εδώ και 25 χρόνια. Το τελευταίο του τραγούδι το έγραψε τουλάχιστον πριν από 25 χρόνια. Κι όμως, ο Μάνος ζει μέσα από τις δημιουργίες του. Για τη δική μου τη γενιά, αλλά και για τους νέους...

Τον γνώρισα το 1972 ή και λίγο νωρίτερα, όταν έγραφε τις Θαλασσογραφίες. Μόλις είχα υπογράψει με τη δισκογραφική εταιρεία Minos και πήγα να κάνω σεγκόντο στον Γιάννη Καλαϊτζή στο Βαποράκι του Μπουρνόβα και στον Κουταλιανό. Τότε ήταν η πρώτη μου επαφή με τον Λοϊζο. Οταν αργότερα με κάλεσε να τραγουδήσω στον δίσκο Καλημέρα ήλιε, το τραγούδι Μια καλημέρα είναι αυτή, ανακάλυψα ότι ήταν ο άνθρωπος που δεν θα ήθελα ποτέ να πάψω να τον βλέπω. Ενιωσα αμέσως ότι κάτι μας δένει και ότι η σχέση μας δεν θα μπορούσε να είναι καθαρά επαγγελματική. Λειτουργούσε σαν μαγνήτης απέναντι στους άλλους. Εξέπεμπε γοητεία και ήμουν πολύ τυχερή γιατί ήταν κολλητός φίλος του Αχιλλέα, του άνδρα μου, και έτσι είχα την ευκαιρία να τον βλέπω πολύ συχνά. Ερχόταν σπίτι μας, πηγαίναμε στο δικό του για να δοκιμάσω τραγούδια που μόλις έγραφε και ήθελε να τα ακούσει από μια άλλη φωνή. Ετσι, αφού τα τραγουδούσα, μετά τα έδινε σε άλλες τραγουδίστριες και γω κρυφά έκλαιγα (αστειεύομαι). Ηταν χαρισματικός χαρακτήρας και φίλος, πάντα καλοδεχούμενος μέσα στην παρέα. Δεν υπήρχε περίπτωση να σε πάρει ο Μάνος τηλέφωνο, να σου πει να συναντηθείτε και να του απαντήσεις ότι έχεις κανονίσει κάτι άλλο. Μόλις σε ειδοποιούσε έλεγες αμέσως «ναι» και ακύρωνες ό,τι είχες προγραμματίσει. Ο Μάνος δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Πάντα έψαχνε πολύ τα πράγματα. Δεν του άρεσε καθετί επιφανειακό και εύκολο. Εψαχνε πάρα πολύ την κατάλληλη μελωδία στα τραγούδια του, ήθελε οι στίχοι του να χουν περιεχόμενο, βάθος, να παραπέμπουν σε μια δεύτερη σκέψη.

Θμάμαι όταν τον γνώρισα είχε κάνει τις μεγάλες επιτυχίες του. Είχε γράψει την Ευδοκία, τραγούδια με τον Γιώργο Νταλάρα και βρισκόταν στην κορυφαία στιγμή της καλλιτεχνικής του πορείας. Είχε δώσει το στίγμα του και το γεγονός αυτό δημιουργούσε ένα δέος σε όλους εμάς. Ο Μάνος δεν ήταν μόνο ο φίλος μας. Ηταν ένας μεγάλος δημιουργός, ένας διανοούμενος. Ηταν προοδευτικός άνθρωπος, αριστερών πεποιθήσεων, αλλά παράλληλα αυστηρός, απεχθανόταν τη λογική των «κομματόσκυλων». Ο Μάνος δεν ήταν ποτέ αυτό που σήμερα λέμε «νεωτεριστής». Δεν προκαλούσε. Ηταν μποέμ και αντιστάρ. Επί της ουσίας βέβαια, ήταν σταρ ο Λοϊζος. Ακτινοβολούσε ως προσωπικότητα. Είχε αυτοσαρκασμό και το καλλιτεχνικό του μέγεθος τον έκανε να φαίνεται τεράστιος μπροστά μας. Ο Μάνος ήταν μέλος μιας ιστορικής παρέας στην οποία συμμετείχαν ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ο Νεγρεπόντης, η Μητροπούλου, ο Χριστοδούλου, ο Λάδης, ο Ρασούλης. Αυτή η ομάδα στην οποία συμμετείχε ο άνδρας μου, Αχιλλέας Θεοφίλου, και εγώ, ήταν για έναν νέο άνθρωπο μεγάλο «σχολείο». Κοιτώντας στο χθες μπορώ να πω ότι εκείνα τα χρόνια δεν ήταν δυσκολότερα. Ηταν πιο καλά χρόνια από τα σημερινά, γιατί οι άνθρωποι ήταν πιο κοντά και υπήρχαν οι ομάδες όπου ο καθένας ένιωθε σημαντικός. Συμμετέχοντας σε αντίστοιχες παρέες είχες ρόλο. Τώρα είναι πιο μοναχικά τα έργα των ανθρώπων. Τότε θυμάμαι τον δοσατζή, τον βιβλιοπώλη, που ερχόταν στις μπουάτ και πουλούσε βιβλία. Μπαίναμε σ' έναν συναγωνισμό για το ποιος θα διαβάσει περισσότερο, στα καμαρίνια. Βάζαμε στοίχημα με τον εαυτό μας να διαβάσουμε, δεν καταλαβαίναμε τίποτα από τα περιεχόμενα των βιβλίων και όμως συνεχίζαμε. Αυτή, όμως, ήταν η εποχή του Μάνου Λοϊζου. Η εποχή της αναζήτησης και της αμφισβήτησης.

Θυμάμαι πως ο Μάνος ήταν επίμονος και απαιτητικός μαζί μου, όταν τραγουδούσα δημιουργίες του. Δεν υπήρχε περίπτωση να με αφήσει να κάνω τα μελίσματα στη φωνή μου τα οποία είχα μάθει από τον Καλδάρα. Ηθελε να πω το τραγούδι έτσι όπως το είχε φανταστεί, έτσι όπως θεωρούσε ότι έπρεπε να ειπωθεί. Δεν άφηνε τίποτε στην τύχη του. Οταν απέδιδα σωστά το τραγούδι, μου έδινε ένα φιλί. Ηταν γενναιόδωρος άνθρωπος ο Μάνος. Οταν κάναμε πρόβες στο τραγούδι Σε πέντε ώρες ξημερώνει Κυριακή έκανα μια «καζαντζιδιά» στη φωνή μου και τότε μου είπε: «Εδώ κάνε ό,τι θες». Του άρεσε η καινοτομία μου γιατί το τραγούδι αναφερόταν στον Στέλιο Καζαντζίδη. Θυμάμαι ότι μία από τις καλύτερες στιγμές μου μαζί με τον Μάνο ήταν τότε που βρισκόμαστε πάνω στην ίδια σκηνή κατά τη διάρκεια των συναυλιών. Τοποθετούσε πάντα μια καρέκλα που έβαζε επάνω το πόδι του για να στηρίζει την κιθάρα. Αρκετές φορές, όταν ήμουν νεότερη, σκεφτόμουν πως θα ήθελα να πω κάποια από τα τραγούδια του που είχαν ερμηνευτεί από άλλον καλλιτέχνη. Τώρα πια το βλέπω διαφορετικά. Χαίρομαι γιατί υπάρχουν αυτά τα σπουδαία κομμάτια. Οι πρωτότυπες εκτελέσεις κάποιων τραγουδιών είναι αξεπέραστες. Δεν θα μπορούσα να φανταστώ άλλη φωνή εκτός απ αυτήν του Νταλάρα να ερμηνεύει το Ηλιε μου σε παρακαλώ ή το Χελιδόνι. Σεβόμουν τον δημιουργό Λοϊζο. Ηταν δάσκαλος για μένα. Ανοιγα τα αυτιά μου για να πάρω ιδέες, να πάρω σκέψεις. Ο σεβασμός στον συνθέτη είναι χαρακτηριστικό της δικής μου γενιάς. Θυμάμαι τον εαυτό μου να ερμηνεύω τραγούδια του στις συναυλίες, και με την άκρη του ματιού μου να ψάχνω το βλέμμα του. Ηθελα να επιβεβαιώσει ότι έλεγα το τραγούδι σωστά.

Ο Μάνος είχε επιτυχία στις γυναίκες. Τις πιο πολλές φορές όμως μας περίμενε μόνος του όταν πηγαίναμε όλοι μαζί για πρόβα στο σπίτι του, οι μουσικοί και ο τραγουδιστής. Στο καθιστικό είχε το πιάνο, τις κιθάρες, το βιολί, τα λαούτα και ένα μαγνητόφωνο με μπομπίνα με το οποίο ηχογραφούσε. Τις πιο πολλές φορές μάς περίμενε μόνος του. Πάντα τον θυμάμαι στην αντροπαρέα να μιλάνε συνωμοτικά, να κλείνουν το μάτι μεταξύ τους. Αυτό που λέμε «τώρα μιλάνε σίγουρα για γυναίκες». Στον Μάνο άρεσε η πολυτέλεια, αλλά δεν θα έκανε τίποτα για να την αποκτήσει. Μπορεί να είχε ένα χιλιάρικο στην τσέπη και να το ξόδευε σε μια στιγμή γιατί κάτι θα του «γυάλιζε». Δεν υπολόγιζε τα λεφτά, γι αυτό και δεν είχε ποτέ λεφτά. Θυμάμαι τη Μυρσίνη, την κόρη του, να μην την παρατηρεί ποτέ. Είχε μια στωικότητα στη συμπεριφορά του. Μπορεί η Μυρσίνη να ήταν σκαρφαλωμένη στη βιβλιοθήκη και ο Μάνος αντί να τη μαλώσει της έλεγε: «Τώρα το βρίσκεις σωστό αυτό;». Η Μυρσίνη κάνει τώρα το ίδιο στη δική της κόρη. Είναι το ίδιο γλυκιά και ανεκτική, όπως και ο πατέρας της.

Δεν θυμάμαι ποτέ τον Μάνο να φωνάζει ή να τσακώνεται. Ο δικός μου Μάνος δεν τσακωνόταν. Μπορεί να το έκανε ο Μάνος της αντρικής παρέας. Ο δικός μου ήταν πράος και συνάμα διεκδικητικός και δυναμικός. Σήμερα όταν βλέπω έναν άνθρωπο να έχει ξεχάσει το τσιγάρο στο στόμα του και να κάνει παράλληλα μια δουλειά, μου θυμίζει τον Μάνο. Οταν δω ένα τσιγάρο με πολύ μακριά στάχτη, μου θυμίζει τον Μάνο Λοϊζο. Οταν δω ένα μοβ μπλουζάκι Lacoste, που έχει πλυθεί πολλές φορές και έχει κοντύνει, αυτό μου θυμίζει τον Μάνο. Ακόμα και ένα παντελόνι τζιν που έχει πολύ καιρό να σιδερωθεί, μου θυμίζει τον δικό μου Μάνο.

Αν ζούσε, είμαι βέβαιη ότι ο χαρακτήρας του δεν θα είχε αλλοιωθεί. Πιστεύω ότι σήμερα μπορεί να συνεργαζόταν με τον Κωνσταντίνο Β. Εψαχνε διαρκώς και τον ενδιέφεραν οι νέοι ήχοι, η νέα μουσική. Ακόμα και εγώ έμαθα να χειρίζομαι τους υπολογιστές για το home studio μου, αναζητώ διάφορα πράγματα στο Ιντερνετ, όχι με τον αυθορμητισμό που είχα τότε αλλά ψάχνοντας, με αποτέλεσμα πολλά πράγματα να μου διαφεύγουν. Οταν αισθάνεσαι ζωντανός και βράζει ακόμα το αίμα σου δεν μπορείς να μείνεις σ' αυτά που ξέρεις. Η ανάγκη για τη νεότερη έκφραση σου δίνει πνοή. Είναι βέβαιο ότι σήμερα ο Μάνος θα βρισκόταν σε δράση. Δεν ήταν ανθρωπάκος που τα βόλευε και έλεγε «καλό είναι και αυτό». Δεν ήταν μετριότητα ο Λοϊζος. Σίγουρα δεν θα είχε μείνει στο καβούκι του. Εγώ πορεύομαι με τις αρχές που έχω από την εποχή που τον γνώρισα. Συνεχίζω και κάνω πράγματα γιατί τα χρειάζομαι και όχι γιατί το ζητάει η εποχή. Αν δεν έχεις όρεξη μέσα σου δεν μπορείς να κάνεις τίποτε. Νιώθω ότι όλοι έχουμε ανάγκη τη μνήμη του Μάνου Λοϊζου. Γι αυτό και δεν θα τον λησμονήσουμε ποτέ. Θα ζει πάντα ανάμεσά μας, με τα τραγούδια, τις μελωδίες και την αύρα που έχει αφήσει πίσω του.

Ο Μάνος δεν ήταν ποτέ αυτό που σήμερα λέμε «νεωτεριστής». Δεν προκαλούσε. Ηταν μποέμ και αντιστάρ. Επί της ουσίας, βέβαια, ήταν σταρ ο Λοϊζος. Ακτινο-βολούσε ως προσωπικότητα. Στον Μάνο άρεσε η πολυτέλεια, αλλά δεν θα έκανε τίποτα για να την αποκτήσει. Μπορεί να είχε ένα χιλιάρικο στην τσέπη και να το ξόδευε σε μια στιγμή γιατί κάτι θα του «γυάλιζε». Αν ζούσε, είμαι βέβαιη ότι ο χαρακτήρας του δεν θα είχε αλλοιωθεί. Πιστεύω ότι σήμερα μπορεί να συνεργαζόταν με τον Κωνσταντίνο Β. Εψαχνε διαρκώς και τον ενδιέφεραν οι νέοι ήχοι, η νέα μουσική.

  • Στις 22 Οκτωβρίου κυκλοφόρησε σε διπλό CD και διπλό CD+DVD (Εστία) η ζωντανή ηχογράφηση της συναυλίας που έδωσε η Χάρις Αλεξίου στο Ωδείο Ηρώδου Αττικού (13, 14 και 15 Ιουνίου) για τον Μάνο Λοϊζο. Συμμετέχουν ο Νίκος Πορτοκάλογλου και το Τρίφωνο.

ΝΙΚΟΣ Β. ΤΣΙΤΣΑΣ
photos: Μέρση Τζιμοπούλου, Προσωπικό αρχείο Χαρούλας Αλεξίου, αρχείο Εθνους