Το κάστρο στο δάσος

24.07.2007
Το φετινό λογοτεχνικό καλοκαίρι ανήκει κι αυτό σε δάσος. Ενα δάσος διαφορετικό. Και ο άνθρωπος που μας κάνει να ξεφυλλίζουμε το πιο αινιγματικό δάσος της Ιστορίας είναι ο Νόρμαν Μέιλερ. The old man is back!

Από τον Στέφανο Δάνδολο

Το κάστρο στο δάσος συμβολίζει το παλάτι του Κακού. Ο Σατανάς εισβάλλει στην ψυχή του μικρού Αδόλφου και τον καθοδηγεί σε πράξεις που μυρίζουν στάχτη από μελλοντικούς φούρνους. Ο Χίτλερ του Μέιλερ είναι καρπός αιμομιξίας και τη στιγμή της σύλληψής του ήταν παρών ένας δαίμονας (στον αντίποδα της σύλληψης του Ιησού όπου παράστεκε ένας άγγελος). Και μέσα από τούτο το δάσος, ο πλέον αμφιλεγόμενος συγγραφέας του 20ού αιώνα πλάθει ένα μυθιστόρημα που έχει ξεσηκώσει τους πάντες: τους Εβραίους, τη γερμανική κοινωνία, ακόμα και συναδέλφους του συγγραφείς, που δεν ξέρουν πού να το κατατάξουν. Αλλά κάποιος που έχει γράψει την ιστορία του Ιησού σε πρώτο πρόσωπο (Κατά Υιόν Ευαγγέλιο), που έχει συνθέσει μυθιστορήματα χιλίων σελίδων για τη CIA και την Αρχαία Αίγυπτο, που έχει συνθέσει ογκώδη σχόλια γύρω από την εγκληματικότητα, τη βία και τη διαφθορά, δεν θα παρέμενε εσαεί αδιάφορος απέναντι στο αίνιγμα που ακούει στο όνομα Αδόλφος Χίτλερ. Εξάλλου, και η δική του πάλη ανάμεσα στο Καλό και το Κακό στάθηκε λυσσαλέα. Τα δύο Πούλιτζερ και τα δύο Εθνικά Βραβεία Αμερικής αποτελούν μόνο τη μία όψη της βιτρίνας. Την άλλη όψη, τη σκιερή, την αποτελούν επτά γάμοι, κάπου δώδεκα παιδιά, ξεσπάσματα βίας on camera, ξυλοδαρμοί κριτικών, μια απόπειρα δολοφονίας (εναντίον της συζύγου νούμερο δύο), αλκοόλ, όργια, ναρκωτικά και μια διαρκής πρόκληση με δηλώσεις κατά του φεμινισμού και της ισότητας, κατά της σύγχρονης αμερικανικής λογοτεχνίας, κατά των περισσότερων Προέδρων, κατά του αμερικανικού ονείρου. Βέβαια, στα 84 του πλέον μοιάζει καθαγιασμένος, ένα γεροντάκι που δεν μπορεί καν να περπατήσει. Αλλά το πάθος δεν έχει στερέψει. Και Το κάστρο στο δάσος δεν είναι απλώς η μεγάλη του επιστροφή (τμήμα της οποίας παραθέτουμε παρακάτω, στην εξαιρετική μετάφραση της Ιλάειρας Διονυσοπούλου). Είναι το πρώτο μέρος μιας φιλόδοξης τριλογίας. Επονται δύο ακόμα μέρη, που θα καλύπτουν όλη τη ζωή του Χίτλερ, μέχρι την αυτοκτονία του σ' εκείνο το κρησφύγετο που σφραγίζει την ψευδαίσθηση του ναζισμού. Θα προλάβει; Μακάρι. Ισως έτσι καταφέρει να πάρει και εκείνο το πολυπόθητο βραβείο που λείπει από τη συλλογή του: το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Το δάσος Κούμπεργκερ έξω από το Λέοντινγκ ήταν γεμάτο κατάφυτες κρυψώνες και μικρές σπηλιές για να στήνει κανείς τις ενέδρες του. Αρχισε λοιπόν να στρατολογεί συμμαθητές για τις μάχες και αργά το απομεσήμερο ξεκινούσαν οι συμπλοκές, παρότι η κορύφωση της εβδομάδας διαδραματιζόταν το πρωί του Σαββάτου όπου ξεσπούσαν πόλεμοι ανάμεσα σε λευκούς αποίκους και Ινδιάνους. (...) Τότε όμως έγινε κάτι που έδωσε τέλος στους πολέμους για το υπόλοιπο του χειμώνα. Μια μέρα που όλοι κρύωναν πολύ για να κρύβονται ακίνητοι στις ενέδρες, ένας στρατιώτης δήλωσε ότι μπορούσε να ανάψει φωτιά τρίβοντας κλαδιά. Οι άλλοι τον αποδοκίμασαν αλλά ο Αδόλφος είπε, Εάν μπορείς να ανάψεις αληθινή φωτιά, τότε σε διατάζω να το κάνεις.

Το αγόρι το έκανε. Μόλις η φωτιά άναψε, όλοι πήγαν να βρουν κι άλλα ξερά κλαδιά. Τελικά η φωτιά όχι μόνο φούντωσε, αλλά ήταν έτοιμη να τυλίξει τους πλαϊνούς θάμνους. Αφού δεν είχαν κοντά τους νερό, προσπάθησαν να τη σβήσουν ποδοπατώντας τη, αλλά ο καπνός ανέβαινε ασταμάτητος στον ουρανό.

Παράτησαν τη φωτιά. Ενας ένας το έβαλαν στα πόδια ώσπου έφτασαν οχτακόσια μέτρα μακριά. Τότε ο Αδόλφος άρχισε να εξηγεί σε όλους (περίπου είκοσι ήταν) ότι δεν έπρεπε να το πουν πουθενά.

Λοιπόν, είπε ο Αδόλφος, αν κάποιος από εσάς μιλήσει για τη φωτιά, θα το πληρώσουμε όλοι. Και τότε θα μάθουμε ποιος το μαρτύρησε. Και θα υπάρξουν κυρώσεις. Ο γενναίος στρατιώτης δεν προδίδει ποτέ τους συμπολεμιστές του.

»Ενας ένας, δυο δυο, έφυγαν από το δάσος. Ενώ η φωτιά είχε πλέον φουντώσει τόσο που σύντομα κατέφθασαν πυροσβέστες, υδροφόρα οχήματα και έφιππες ομάδες από το Λέοντινγκ.

(...)
Εάν πίστευε στη Θεία Πρόνοια, θα την ευχαριστούσε, μα ευτυχώς που δεν πίστευε, διότι τώρα περασμένες δέκα έχοντας αναπαυτεί αρκετά χάρη στον πρόχειρο υπνάκο του, ανέβηκε τον τελευταίο λόφο και είδε τα αποκαϊδια μιας φωτιάς λίγα μόλις μέτρα μακριά από το κατώφλι του. Τη νύχτα εκείνη δεν φυσούσε κι έτσι το σπίτι σώθηκε, αλλά τα τρία κιβώτια Λάνγκστροθ έγιναν στάχτη και δεν απέμεινε ούτε ίχνος μέλισσας πέρα από κάποιες κακόμοιρες χιλιάδες που καβουρδίστηκαν και μετατράπηκαν σε μικροσκοπικά κριτσανιστά υπολείμματα. Μια αβάσταχτη αίσθηση θλίψης σφιχταγκάλιαζε τους τοίχους του σπιτιού του. (...) Γελούσε και έκλαιγε μαζί δίχως να ξέρει αν επρόκειτο για φριχτό γεγονός ή για μια ακόμα μεγαλειώδη αποτέφρωση.»