ΠΡΙΝ ΠΑΣ
ΤΗΛΕΦΩΝΟ: 210-34.50.038 & 210-34.74.477
ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ: Ιεροφαντών & Πειραιώς 96, Γκάζι
ΗΜΕΡΕΣ ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ: Πέμπτη-Κυριακή
ΕΝΑΡΞΗ ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΟΣ: 23:30
ΤΙΜΕΣ
Εισιτήριο: 10 & 15 ευρώ
Φιάλη Ουίσκι/4 άτομα: 140 & 160 ευρώ (κομπλέ)
Φιάλη Κρασί/2 άτομα: 70 & 80 ευρώ
Ήμουν κι εγώ εκεί...
Αποφάσισα ότι όποιος μπαίνει σε αυτά τα αρχεία θα υφίσταται -για τιμωρία- «live» αναμετάδοση του προγράμματος λεπτό προς λεπτό.
Οπότε σου προτείνω να βγεις αμέσως διότι σε λίγο ξεκινάει το πρόγραμμα του «Γκαζίου» (το οποίο κρατάει μέχρι τις πεντέμισι το ξημέρωμα) και αν αντέξω να το ξαναζήσω περιγράφοντάς το, θα πρέπει να διαβάζεις τρεις μέρες...
Πακέτο, όχι αστεία.
Το πρώτο που βγήκε στις 23 και τριάντα ήταν το πιο παράφωνο που έχω ακούσει σε αυτήν και σε όλες τις προηγούμενες ζωές μου.
Το ανακήρυξα πάραυτα το «Απόλυτο Νούμερο 1» , διαθέτον νότες κινούμενες, σαν την άμμο που βλέπουμε στις ταινίες να καταπίνει ανθρώπους, τριπλά ζήτα και ήχους όμικρον και ωμέγα που λειτουργούν σαν ηλεκτρική σκούπα μεγάλης απορροφητικότητας.
(Π.χ. εκεί που κάθεσαι αμέριμνος περνάει ένα χατζηγιάνειο «Μα όο,τι, όο,τι κι αν πωω..» και μετά κάθεσαι κόκαλα σκέτα διότι αίμα, λοιπά υγρά και μυϊκό ιστό σου τα έχει πάρει το τεκνό.)
Σ’ αυτό το κατάστημα εκτός από τις νότες τα λικνίζουν όλα εξ ου και το δεύτερο που εμφανίστηκε για να μας πει «Βάλε φαντασία/και σκηνοθεσία» το κούναγε το φόρεμα.
Μετά βγήκε ένα μαύρο εφαρμοστό μίνι που μόνο ως αγλάισμα της δικτυωτής κάλτσας μπορεί να περιγραφεί και μας είπε την χατζηγιάνειο «ακατάλληλη σκηνή» με τα πόδια ανοιχτά. Εξοχο.
Το 4ο ήταν ξανθό, ανορεξικό και με πλήρη επίγνωση του χάσματος που μας χώριζε: «Αντιθέσεις έχουμε σε όλα τα σημεία/ δεν κολλάει η δική μας η χημεία», σωστό.
Στον τοκετό του 5ου οι γιατροί αντί για εμβρυουλκό πρέπει να χρησιμοποίησαν κουτάλες μαγειρέματος αλλιώς δεν εξηγείται το σχήμα του ούτε το γιατί φώναζε ότι «Θέλει να σπάσει το κελί να δραπετεύσει» (που ήταν και φαντασίωση διότι αν το είχαν στο κελί δεν θα το είχαμε εμείς εδώ).
Μετά βγήκαν το «Απόλυτο Νούμερο 1» μαζί με το ανορεξικό ντυμένο νυχτερίδα, Batman ή κάποιο άγνωστο σε μένα πετεινό και το αγλάισμα ντυμένο σκυλάκι Δαλματίας, άσπρο με μαύρες βούλες πάνω-κάτω, μέσα-έξω και παντού.
Τις ζήσαμε κι αυτές τις απόκριες, παράπονο δεν έχω.
Σε αυτό το σημείο είχα σκύψει το κεφάλι και σημείωνα τις βούλες που είχα μετρήσει.
Όταν το ξανασήκωσα τα δύο πρωτο-εμφανιζόμενα νυμφίδια με τα εφαρμοστά σορτσάκια που έλεγαν με νόημα το βάνδειο «ου-ου-ου-come along now» είχαν ήδη αρχίσει να αλληλοχαϊδεύονται επί του κουπλέ.
Σαν ήρθε το ρεφρέν όμως, για να δείξουν μάλλον ότι στον έρωτα δεν υπάρχει τίποτα που να μην μπορείς να απολαύσεις και μόνος σου, απομακρύνθηκε το ένα από το άλλο και βάλθηκε το καθένα να υπονοουμενο-χαϊδεύει τον εαυτό του.
Πάνω όμως που το ενδιαφέρον του ανδρικού πληθυσμού είχε διεγερθεί με αυτό το σεμνό λεσβιακό νούμερο, εξήλθε από τα παρασκήνια ένα από τα αρσενικά δείγματα, με σκισμένο αμάνικο μπλουζάκι και τους τρικέφαλους πεταγμένους έξω και έκανε το λεσβιακό παρτούζα.
Σε αυτή τη φάση νομίζαμε ότι τα είχαμε δει όλα, αλλά πριν προλάβω να συγχαρώ τη φίλη μου τη Λένα, η οποία εκείνη την ώρα πέταγε σερπαντίνες στο μπουκάλι, εμφανίστηκε άγριο θηλυκό των σπηλαίων με μίνι ξεσκισμένη λεοντή για φούστα και ασορτί ‘λίθινη’ μπότα, γεγονός που έκανε τη Λένα να πετάει τη σερπαντίνα στους διπλανούς.
Όταν, τέλος βγήκε η λαμπυρίζουσα ύπαρξη με τις ακούσιες συσπάσεις (βλ. τικ-Μητσοτάκης παντού) και τον εξωγήινο ήχο και μας έριξε μερικές «Αναπάντητες κλήσεις» Παπαρίζου και ένα «Δε θα πας πουθενά» Πεγκυζήνα, η μεν Λένα είχε πάρει το μπουκάλι κι έπινε, κι εγώ έβαζα στα μουλωχτά κομματάκια από τα φρούτα μας στην τσέπη του σακακιού του μπροστινού.
Όταν η πυγολαμπίδα είπε το «Δε βάφομαι, δε θέλω πια στους άντρες να αρέσω» έβαλα και κάνα δυο φέτες ακτινίδιο πάνω στη φόδρα της ιμιτασιόν γούνας της ξανθιάς που καθόταν στα δεξιά μου, (αλλά μην το πεις στη Λένα γιατί θα λέει πάλι ότι μας έκανα ρεζίλι).
Το πρώτο μέρος του προγράμματος έκλεισε με το:
«Στα μεγάλα πως με διώχνεις
Στα συρτάρια με στριμώχνεις
Στην αγάπη ναφθαλίνη βάζεις
Κι αλλάζεις εποχή
άσμα το οποίο μας άφησε με τις σερπαντίνες στο χέρι και με άλυτες απορίες στα μάτια.
Απορίες που λύθηκαν αμέσως μόλις βγήκε η Αποστολία
Διότι η Αποστολία φορούσε μόνο κάτι λιτά μαύρα κρόσσια και ένα σεμνό στρινγκ (που έδωσε μια νέα διάσταση στην έννοια μονωδός) και μας είπε εντελώς εκτός τόνου, όλα τα σουξέ από τον «Αγγελό της, Θανατό της» μέχρι τη «Φωτά Θαλασσί» και κάθε τόσο, που μας έβλεπε να «πέφτουμε», μας ανέβαζε με ένα μάμπο, Θεός σχωρέσ’ τα κρόσσια της, και γενικώς μια ώρα μας πιλάτευε -κι αν νομίζεις ότι αποφύγαμε τα «δικά της» καινούργια τραγούδια «Κρίμα που ‘σαι δύο μέτρα» κάνεις λάθος διότι τα ακούσαμε όλα και λίγο πριν φύγει μας είπε «Δεν έπαψες ποτέ να μ’ ενδιαφέρεις» άσμα που με ανάγκασε να σημειώσω κάτι άσεμνο στο μπλοκ μου (το οποίο δεν σου γράφω διότι θα έχει πάλι η Λένα να λέει ότι αν είναι εκείνη να λιώνει τα κόκαλά της στα ζουρλομανδυοπρογράμματα για να γράφω εγώ απλές κακίες δεν ξανάρχεται μαζί μου).
«Πόσο θα ‘θελα να ‘σουν απόψε μαζί μου/ Πονάω, πονάω, ψυχή μου»
Οπότε άντε εγώ τώρα να βρω σύνθετες κακίες να σου πω για τον Ανδρέα Στάμο ο οποίος έσκασε αμέσως μετά δηλώνοντας ότι «Θέλει να ψάξει το χάρτη να βρει την αγάπη» και «Είναι που θέλει να νιώσει τα λάθη» και γι’ αυτό προφανώς δεν έβαλε ούτε μία νότα στη θέση της παρά μας τις πέταγε κατακούτελα σα σιδερογροθιές.
Όταν όμως ο Αντρέας γύρισε προς το μέρος μου και μου είπε ότι «σε θέλω τόσο που θα ματώσω» και «εσένα έχω μόνο σαν οξυγόνο» , αναγκάστηκα να πάρω το 166 για να εξασφαλίσω ότι ο εγκέφαλός του οξυγονώνεται κανονικά -να μην έχω τραβήγματα με τη διοίκηση.
Μετά μου είπε και όλα τα ρεφρέν του Ρέμου όση ώρα εγώ έκανα δύο σερπαντίνες πλεξούδες -τις οποίες έβαλα στην τσέπη του μπροστινού μαζί με τις αχλαδόφλουδες.
Λίγο πριν κατεβεί από τη σκηνή με κοίταξε με νόημα στα μάτια και μου είπε: «Δεν είσαι πια εδώ» , οπότε πλέον πείσθηκα ότι η οξυγόνωση είχε γίνει οξυγονοκόλληση που ένωσε όλα τα εγκεφαλικά κύτταρα σε ένα και τι να του κάνει το 166, σιδερά έπρεπε να είχα καλέσει.
Αλλά όταν επέμεινε (για 5η φορά) με το «Δεν είσαι πια εδώ» έγραψα πάνω σε μια χαρτοπετσέτα «μωρ’ εδώ είμαι που να μην έσωνα» και την έδωσα στον μετρ να του την πάει.
Στο μεταξύ λόγω του ότι η διπλανή εκτός από τη γούνα-ακτινίδιο φόραγε κι ένα άρωμα χώρου από αυτά με το συννεφάκι ήρθα κι έγινα Πυθία από τις αναθυμιάσεις.
Έτσι, όταν ο Αντρέας είπε το:
«Σε έχω ανάγκη τελικά
Εσένα έχω μόνο
δε μετανιώνω
κι ας το πληρώνω ακριβά
προέβλεψα ότι θα την πληρώναμε τη σερπαντίνα καμιά 60αριά ευρώ το κεφάλι συν δέκα ευρώ το πάρκινγκ κι ας γκρίνιαζε η Λένα όλο το βράδυ ότι «ούτε ένα μπαλέτο δεν έχουν εδώ που μ’ έφερες», η κακομαθημένη.
Τελικά τον Κουρκούλη τον είδες;
Και τον είδα και τον άκουσα και άριστα δέκα του έβαλα για την (εξαιρετικά) καλή φωνή του και για την άψογη κίνηση και για το ωραίο χαμόγελο και τι ανοησίες τραγούδια είναι αυτά που λέει, Θεέ μου;
"Ευτυχώς που δε θυμάμαι
δυστυχώς σα να κοιμάμαι
ευτυχώς που ήσουν τρέλα
από εκείνες που περνάνε", την υγειά μας να ‘χουμε.
Ο Νίκος Κουρκούλης λοιπόν έχει μια μεγάλων διαστάσεων φωνάρα, και μία μανία να λέει αστεία βαθείας καταψύξεως όλη την ώρα αλλά και ένα σώμα υπέροχα ευκίνητο το οποίο ξέρει από ρυθμό και από χορό.
Μόνο που για να τα απολαύσει κανείς όλα αυτά πρέπει να τον ακούσει να λέει κάποιο μη δικό του τραγούδι (παραδοσιακό ή παλιό λαϊκό) διότι όταν ρίχνει το "
Κάπου-κάπου σε θυμάμαι
κι η καρδιά μου καίγεται
τι μαρτύριο περνάω
μέσα μου δε λέγεται"
είναι για να τραβάς τα μαλλιά σου (ή να τσουρομαδάς το γιακά της γούνας της διπλανής όπως έκανα εγώ όταν είχαν τελειώσει πια τα φρούτα).
Τελικά αξίζει να πάω;
Αν τραβάει ο οργανισμός σου σκάψιμο επί τρίωρο κι αν τη βρίσκεις να σε κουτσουλάνε ιπτάμενα άφωνα, νυμφίδια εδάφους-αέρος και τα κρόσσια της Αποστολίας μέχρι να βγει ο Κουρκούλης για να ακούσεις μια σωστή νότα να πας.
Αν όμως είσαι πιο παραδοσιακός και πιο ορθόδοξος στα γούστα δεν πας καλύτερα στους Χαιρετισμούς, μέρες που ναι;
ΟΙ ΜΟΥΣΙΚΟΙ & Ο ΗΧΟΣ:
Τι να κάνουν κι αυτοί; Παίζουν..
Γεωργία Λαιμού.
Ησουν κι εσύ εκεί; Πες μου τι είδες μ' ένα mail...: [email protected]
Αγαπητέ αναγνώστη, πριν κάνεις το λάθος να μπεις σε αυτή τη σελίδα πρέπει να υπογράψεις βεβαίωση ότι με απαλλάσσεις των ευθυνών μου. Διότι ως άνθρωπος ράγισα και ως επαγγελματίας λύγισα και ως εκ τούτου αυτό που ακολουθεί δεν είναι κείμενο αλλά παραλήρημα κάποιου που από τα πολλά κρόσσια που είδε στη ζώη και από τα πολλά φαλτσόφωνα που άκουσε ανέβασε πυρετό και καίγεται. Ο Κουρκούλης; Θεός. Αλλά μέχρι να φτάσει κανείς ως εκεί μη ρωτάς από τι περνάει γιατί με προκαλείς να σου απαντήσω.