Ο Θαυματοποιός στο Απλό Θέατρο

13.03.2001
Ο Θαυματοποιός είναι ένα έργο βασισμένο στις αναμνήσεις. Όπως διαβάζουμε στο -ομολογουμένως άξιο απόκτησης- πρόγραμμα, "ο Φρίελ ανήκει στους Ιρλανδούς συγγραφείς που καθιέρωσαν ένα θέατρο γλώσσας, δηλαδή ένα είδος θεάτρου στο οποίο αυτό που λέγεται ή δε λέγεται, τείνει να είναι πιο σημαντικό από αυτό που γίνεται επί σκηνής".
"Ένα αυτοβιογραφικό γεγονός μπορεί να είναι καθαρή φαντασία και να μην είναι λιγότερο αληθινό ή αξιόπιστο για το λόγο αυτό."
Μπράιαν Φρίελ

Ο Θαυματοποιός είναι ένα έργο βασισμένο στις αναμνήσεις. Όπως διαβάζουμε στο -ομολογουμένως άξιο απόκτησης- πρόγραμμα, "ο Φρίελ ανήκει στους Ιρλανδούς συγγραφείς που καθιέρωσαν ένα θέατρο γλώσσας, δηλαδή ένα είδος θεάτρου στο οποίο αυτό που λέγεται ή δε λέγεται, τείνει να είναι πιο σημαντικό από αυτό που γίνεται επί σκηνής".
Τέσσερις μονόλογοι συνθέτουν τον Θαυματοποιό. Η διήγηση των τεσσάρων πρωταγωνιστών, επικεντρώνεται σε τρία περιστατικά, τα οποία ο καθένας παρουσιάζει από τη δική του σκοπιά. Γι' αυτό και το έργο είναι γεμάτο αμφιβολία. Η αλήθεια είναι υποκειμενική και όχι μοναδική . . .
Η βαριά ατμόσφαιρα του ιρλανδέζικου κλίματος, η παγωνιά, η υγρασία και η σκοτεινιά, αλλά και οι ιστορικές συνθήκες στην Ιρλανδία είναι αναπόσπαστα κομμάτια του έργου του Φρίελ. Η ψυχολογία των ηρώων του είναι σκοτεινή, υπάρχει μια "εσώτερη σύγκρουση του ατόμου με τον κόσμο", μια δυσκολία -συμβολική και πραγματική- των ανθρώπων να συννενοηθούν, να αποφύγουν τη μοίρα που οι ίδιοι έχουν ορίσει.
Πολλές από τις συγγραφικές οδηγίες για τα πρόσωπα, αλλά και για το σκηνικό έχουν αλλάξει από τον σκηνοθέτη Αντώνη Αντύπα. Η ταυτόχρονη παρουσία και των τριών πρωταγωνιστών στη σκηνή, κάτι που δεν υπαγορεύει ο Φρίελ, αλλά επιλέγει ο Αντύπας, μάλλον δεν έχει το σωστό αποτέλεσμα. Είναι κατανοητή η άποψη ότι η παρουσία και των τριών υπογραμμίζει την υποκειμενικότητα των διηγήσεων και ενισχύει την ψυχολογική ένταση. Όμως από την άλλη, ακυρώνει το αδιάψευστο των μονολόγων. Και μόνο η παρουσία τους προσθέτει αμφισβήτηση. . . και το έργο από μόνο του έχει αρκετή.

Και οι τρεις ηθοποιοί, ίσως αυτός που ξεχωρίζει να είναι ο Δημήτρης Οικονόμου, παίζουν καλά σε λάθος δρόμο. Η απόκοσμη μορφή του Φρανκ Χάρντι, πνίγεται στην ευγένια και την αριστοκρατικότητα του Γιάννη Φέρτη. Οι ανασφάλειές και η διφορούμενη, έντονα καταστροφική προσωπικότητα του Φρανκ εγκλωβίζονται στην εσωτερικότητα του ηθοποιού.
Η Ταμίλα Κουλίεβα ως Γκρέις, παίζει με πάθος, βιώνοντας την απελπισία του ρόλου. Αποδίδει την αντιφατικότητα της δύναμης που έχει η Γκρέις να φθείρεται και της ανθρώπινης αδυναμίας που συμβολίζει σε σχέση με τον Θαυματοποιό. Θα την προτιμούσαμε περίσσοτερο "φθαρμένη".
Ο Τέντυ, το τρίτο πρόσωπο, του οποίου τα λόγια διαθέτουν περισσότερη αντικειμενικότητα, κρατάει σωστές αποστάσεις. Η προσήλωσή του Δημήτρη Οικονόμου στις συγγραφικές επιθυμίες αντάμειψε την ερμηνεία του.
Το σκηνικό (Γ. Πάτσας), εφευρετικό, με αυτές τις εξώκοσμες πέτρες κρεμασμένες από το ταβάνι, αποδίδει τη μυρωδιά του θανάτου που υπάρχει στο έργο. Υποβλητικό, απεικόνιζε σωστά την αφή των λέξεων. Δυστυχώς το σκηνογραφικό εύρημα του καθρέφτη, είναι ορατό μόνο από το ένα τρίτο των θεατών, καθώς η διαμόρφωση της αίθουσας αποκλείει τους υπόλοιπους. Στο πνεύμα του έργου και η ατμοσφαιρική μουσική της Ελένης Καραϊνδρου.