Το κλασικό αυτό έργο - που εκδόθηκε και παρουσιάστηκε στο κοινό το 1924, σε μια προσπάθεια του Ο΄Νηλ να αναδιαμορφώσει το αμερικάνικο θέατρο- διαδραματίζεται στο αγρόκτημα του Εφραίμ Κάμποτ, μετανάστη από την Ιρλανδία, ο οποίος πασχίζει να στήσει τη ζωή του στη Νέα Αγγλία των Η.Π.Α. Εκεί ζει με τους τρεις γιους του, τον Πήτερ και τον Συμεών από τον πρώτο του γάμο και τον Ίμπεν από τον δεύτερο. Η σκληρή δουλειά και η καταπίεση από τον δεσποτικό πατέρα, μετά την τρίμηνη απουσία του, θα ωθήσει τους δύο μεγαλύτερους γιους να μεταναστεύσουν στη «Γη της Επαγγελίας», η οποία, για την εποχή στην οποία αναφέρεται το έργο, είναι η Καλιφόρνια. Στο κτήμα θα παραμείνει ο τρίτος γιος, ο Ιμπεν, ο οποίος θα ερωτευτεί τη νέα όμορφη σύζυγό του πατέρα, Άμπι.
Το έργο αυτό του Ευγένιου Ο’ Νηλ είναι ένα σύγχρονο ποιητικό δράμα, δομημένο πάνω στις αρχές της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας και ισχυρά εμποτισμένο με φροϋδικούς υπαινιγμούς που πολλές φορές είναι έμφυτοι στις πράξεις των κεντρικών ηρώων. Ο Αντώνης Αντύπας αντιμετώπισε το έργο αυτό με μία συμβατική και απόλυτα κλασική σκηνοθετική οπτική. Ναι μεν ακολούθησε τη ροή του έργου του Ο’ Νηλ πιστά και έδωσε τον πρώτο ρόλο στο λόγο, όμως δεν κατάφερε να διατηρήσει έναν ενιαίο, γρήγορο και δυνατό ρυθμό.
Αποτέλεσμα; Ένας ατέρμονος πλατειασμός και μία παρωχημένη παράσταση που πνίγηκε στην κλασικότητα και στην απουσία σκηνοθετικών ευρημάτων που, αν υπήρχαν, θα μπορούσαν να την κάνουν να «πάλλεται» ακόμη και σήμερα. Έτσι, ενώ μέσα από το ισχυρό ερωτικό τρίγωνο του έργου (πατέρας- νεαρή σύζυγος- γιος) αποτυπώνονται όλες οι υπαρξιακές και πολιτικές -με έντονες διαχρονικές διαστάσεις- αναζητήσεις του συγγραφεά, εμείς δεν διαισθανθήκαμε να μας αγγίζουν.
Η μουσική της Ελένης Καραϊνδρού ήταν ατμοσφαιρική, εναρμονίστηκε μεν πλήρως με τα κλασικά στοιχεία του έργου, η υπέρμετρη όμως χρήση της σε κάθε αλλαγή σκηνής, αποδυνάμωσε τη λειτουργικότητά της και τελικά «βάρυνε» ακόμη περισσότερο στη θέαση. Εξαιρετικοί οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα, καθώς έδωσαν μια άλλη διάσταση στο σκηνικό του Γιώργου Πάτσα.
Από την ερμηνευτική ομάδα των ηθοποιών αυτή που ξεχώρισε, αλλά και που «έσωσε» σε πολλά σημεία την παράσταση ήταν η Μαρία Κίτσου. Η ταλαντούχα ηθοποιός δόθηκε ψυχή τε και σώματι στο ρόλο της Αμπι και κατάφερε να εκφράσει όλες τις ψυχικές διακυμάνσεις του τραγικού της μεγαλείου. Στιβαρή, αλλά ελαφρώς διεκπεραιωτική η ερμηνεία του Γιώργου Κέντρου ως Εφραίμ Κάμποτ, του πατέρα δηλαδή της οικογενείας. Εξαιρετικά αδύναμος και «θαμπός» ο νεαρός Γιώργος Χριστοδούλου, όχι μόνο δεν κατάφερε να μας πείσει ως Ίμπεν, αλλά αποδυνάμωσε και τις πιο δυνατές σκηνές του έργου. Συμπαθητικοί οι Νίκος Γιαλελής και Παναγιώτης Παναγόπουλος στους ρόλους του Πίτερ και του Συμεών αντίστοιχα.
Τελικά αξίζει να δει κάποιος τους Πόθους κάτω από τις Λεύκες; Αν είναι λάτρης του κλασικού και ελαφρώς συμβατικού θεάτρου, ναι. Αν όμως περιμένει να δει μία παράσταση σύγχρονη με δυναμικές προεκτάσεις στο σήμερα, καλύτερα να επιλέξει κάτι άλλο.
Γεωργία Οικονόμου
[email protected]