Η υπόθεση γνωστή: Ο Γιόζεφ Κ., ανώτερος υπάλληλος τραπέζης και καθ’ όλα αξιοπρεπής πολίτης, ειδοποιείται από μια σειρά οργάνων μιας ακαθόριστης ανώτερης Αρχής, ότι πρόκειται να δικαστεί για κάτι που κανείς δεν τον πληροφορεί ως προς το τι είναι ακριβώς ούτε και ο ίδιος μπορεί να προσδιορίσει τι του καταλογίζεται. Ένα όμως είναι σίγουρο: θα δικαστεί κάποια στιγμή, παρ' ότι είναι ελεύθερος να συνεχίσει τη ζωή του όπως πριν. Κατόπιν τούτου, μπλέκει σ' έναν γκροτέσκο εφιάλτη στον οποίο βυθίζεται σταδιακά όλο και πιο βαθιά προσπαθώντας αφενός να καταλάβει τη λειτουργία του συστήματος που τον διώκει μέσα από τους παρανοϊκούς γραφειοκρατικούς μηχανισμούς που εμφανίζει και ταυτόχρονα να βρει τη ρίζα της ενοχής που του προσάπτουν...
Πόσο πιο επίκαιρο θα μπορούσε να είναι σήμερα ένα τέτοιο έργο; Ο Θωμάς Μοσχόπουλος έχοντας πλήρη επίγνωση του τι είχε στα χέρια του, επεξεργάστηκε με χειρουργική ακρίβεια το κείμενο του Κάφκα στη θεατρική του διασκευή, «κεντώντας» το αριστοτεχνικά στα νευραλγικά του σημεία. Μεγάλο ρίσκο και στοίχημα, αν αναλογιστεί κανείς τα βαθιά συμβολικά νοήματα και τον επικρατούντα σουρεαλισμό και παραλογισμό του έργου. Στοίχημα που κέρδισε επάξια και με το παραπάνω, καθώς κατάφερε να αφηγηθεί το δαιδαλώδες αυτό βιβλίο σε μία σφικτή δύωρη καταιγιστική παράσταση, που σε πολλά σημεία θύμιζε κινηματογραφική ταινία. Με σαφή και ξεκάθαρη σκηνοθετική ματιά, αλλά και ένα υποδόριο μαύρο χιούμορ να διαπερνά τη ραχοκοκαλιά της παράστασης από την αρχή έως το τέλος, κατάφερε να αποτυπώσει με κωμικοτραγική ακρίβεια στο πρόσωπο του Γιόζεφ Κ την Οδύσσεια του παραλογισμού που βιώνει καθημερινά ο σύγχρονος πολίτης. Αυτόν που υπακούει τυφλά στη δύναμη και στον παραλογισμό της εξουσίας, που κάνει ότι τον προστάζουν και τελικά συνθλίβεται εν μέσω μνημονίων και οικονομικής κρίσης, χωρίς ποτέ να λάβει απάντηση στο «γιατί» του. Ένα «γιατί» που αποτελεί βασική προϋπόθεση της ύπαρξης του…
Μεγάλα όπλα του Μοσχόπουλου σ΄αυτήν του την προσπάθεια; Η έξοχη δουλειά της Σοφίας Πάσχου που επιμελήθηκε την κινησιολογία του έργου, καθώς κατάφερε να οπτικοποιήσει ευφάνταστα κάθε κίνηση και σκέψη του κεντρικού του ήρωα. Η κίνηση σε συνδυασμό με τα λειτουργικά και ατμοσφαιρικά σκηνικά της Ευαγγελίας Θεριανού, τα καλαίσθητα ασπρόμαυρα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ, αλλά και τους φωτισμούς της Σοφίας Αλεξιάδου, «έχτισαν» ένα καθαρόαιμα καφκικό σύμπαν που αν μη τι άλλο γοήτευε στη θεάσή του και μόνο.
Ο θίασος (Σωκράτης Πατσίκας, Κίττυ Παϊταζόγλου, Θάνος Λέκκας, Μάνος Γαλανής, Ειρήνη Μπούνταλη, Παντελής Βασιλόπουλος, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Ελένη Βλάχου, Φοίβος Συμεωνίδης) «έδεσε» με μία αλλόκοτη χημεία και σαν μία απολύτως συντονισμένη γροθιά αφηγήθηκε με μία σχεδόν ανάσα αυτήν την παράλογη… Δίκη.
Έκπληξη η ερμηνεία του εκ Θεσσαλονίκης ορμώμενου Μιχάλη Συριόπουλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο του Γιόζεφ Κ.. Ο έμπειρος ηθοποιός κατάφερε να εισβάλει στα άδυτα της ψυχής του ήρωά του, να περιηγηθεί μέσα στα μονοπάτια και τα γρανάζια του μυαλού του και να σωματικοποιήσει όλη την εύθραυστη ψυχοσύνθεσή του με τρόπο μοναδικό και συγκινητικό. Εξαιρετική η ερμηνεία της Κίττυς Παϊταζόγλου, αλλά και του Θάνου Λέκκα που ήταν απολαυστικός ως… ζωγράφος.
Αξίζει να δει κάποιος τη Δίκη του Γιόζεφ Κ.; Αναμφίβολα, καθώς πρόκειται για μία παράσταση που φέρνει στη σκηνή ένα εμβληματικό κλασικό έργο δυναμιτίζοντάς το με εξαιρετικά σύγχρονες προεκτάσεις που δεν θα αφήσουν κανέναν ασυγκίνητο.
Γεωργία Οικονόμου