Τις παραδόσεις που έμαθε από τη γιαγιά της που λατρεύει και αναφέρει συχνά πυκνά συνεχίζει η Δανάη Μπάρκα και το συνειδητοποίησε το μεσημέρι περιμένοντας να πάνε στο σπίτι της οι φίλοι της για μεσημεριανό Κυριακάτικο φαγητό. Και μια που το κατάλαβε το πόσταρε κιόλας γράφοντας:
«Κυριακή, 12:00 το μεσημέρι και είμαι η γιαγιά μου.
Ξυπνήσαμε, έφτιαξα πρωινό, έβγαλα τα σκυλιά βόλτα, σκούπισα, σφουγγάρισα, ξεσκόνισα, έπλυνα πιάτα, ξεκίνησα μαγειρική για όσους έρθουν το μεσημέρι, ετοίμασα 2 φαγητά, (ξανά)έπλυνα σκεύη & πιάτα, άναψα κεράκια, έστρωσα κρεβάτι, πότισα τα λουλούδια, έβαλα πλυντήριο, έπιασα βιβλίο και τώρα θα κάτσω στον καναπέ να ξεκινήσω διάβασμα.
Κάπως έτσι λοιπόν συνειδητοποιώ ότι δεν μοιάζω στην γιαγιά μου… είμαι η γιαγιά μου !
Κάθε Κυριακή είχαμε μαζί αυτή την ιεροτελεστία του φαγητού, του σπιτιού και της μεσημεριανής ραστώνης.
Η γιαγιά μετά από όλα αυτά στο κρεβάτι με ραδιοφωνάκι ,ο παππούς στην πολυθρόνα του με τηλεόραση ,εγώ γύρω γύρω και πάντα οι ίδιες ιστορίες.
Η γιαγιά γκρίνιαζε στον παππού που άργησε να φέρει ψωμί, ο παππούς κούναγε το κεφάλι του και την κορόιδευε πίσω από την πλάτη της, η γιαγιά ξαναγκρίνιαζε γιατί δεν της πήρε το τυρί που ζήτησε, ο παππούς απαντούσε «την επόμενη φορά να πας μόνη σου» και κρυφογέλαγε και μετά από δέκα λεπτά του ετοίμαζε τραπέζι και φώναζε «Αντρέαααα, έλα Αντρικο μου να φας» και όλη η προηγούμενη γκρίνια είχε ξεχαστεί και στη θέση της ήταν η φροντίδα του ενός για τον άλλον.
Λίγη ώρα μετά ξεκινούσαν οι επισκέψεις σπιτι..ξαδέρφια, φίλες γιαγιάς, γείτονες, φίλες μου, και όποιος περνούσε απ’έξω που η γιαγιά θεωρούσε σωστό να τον φωνάξει για φαγητό ή καφέ.
Όλα αυτά έχω την αίσθηση ότι συνέβαιναν πέρυσι και τελικά πάνε 15+ χρόνια.
Και συνειδητοποιώ ότι το μόνο που θυμόμαστε πάντα όσο μεγαλώνουμε είναι οι άνθρωποι, οι στιγμές, οι μυρωδιές,οι αγκαλιές, αλλά παλεύουμε καθημερινά για όόόλα τα υπόλοιπα ΕΚΤΟΣ από αυτά.
Ας μοιραζόμαστε ιστορίες για να θυμόμαστε να παλεύουμε για τα ουσιώδη»