Η υπόθεση του έργου είναι γνωστή: Τα δίδυμα αδέρφια Βιόλα και Σεμπαστιάν ναυαγούν στις ακτές της Ιλλυρίας, μιας χώρας σχεδόν μυθικής, που αρχίζει να σχηματίζεται και να παίρνει σάρκα και οστά εκείνη τη στιγμή. Τα αδέρφια χάνονται μεταξύ τους. Η Βιόλα «παρενδύεται» και γίνεται Σεζάριο, έτσι ώστε να αναζητήσει ανενόχλητη τον αδερφό της στον άγνωστο εκείνο τόπο. Τον τόπο αυτόν, επιχειρούν να κατακτήσουν δύο αντιθετικές δυνάμεις τη Δωδεκάτη Νύχτα μετά τα Χριστούγεννα, την Νύχτα δηλαδή που «όλα επιτρέπονται»: το Πένθος, που εκπροσωπείται από την Ολίβια που αποκρούει τον Ορσίνο, και ο Έρωτας, που εκπροσωπείται από τον Ορσίνο που κυνηγάει την Ολίβια.
Ο Δημήτρης Καραντζάς προσέγγισε το έργο αυτό από τη δική του, ιδιαίτερη, σκηνοθετική του οπτική και με άκρατο λεκτικό και εικαστικό λυρισμό προσπάθησε να επαναπροσδιορίσει τις αρχετυπικές έννοιες του έρωτα, της εξουσίας και κυρίως των συμβάσεων που ορίζουν τη ζωή μας. Στηριζόμενος στην εξαιρετική σύγχρονη μετάφραση του Νίκου Χατζόπουλου, που έρρεε αβίαστα στα χείλη των πρωταγωνιστών του και μέσα στο έξοχο εικαστικά σκηνικό της Κλειούς Μπομπότη, που παρέπεμπε σ΄ένα φαντασιακό κατακόκκινο λιβάδι ψευδαισθήσεων από… τούλι από το οποίο ξεπηδούσαν ανθρώπινες μορφές και φωνές, έστησε μία γοητευτικά ανθρωποκεντρική, υπαρξιακή και κυρίως ποιητική κωμωδία που έμοιαζε να έχει αναδυθεί μέσα από ένα νυχτερινό όνειρο. Ο νεαρός και πολύ ταλαντούχος σκηνοθέτης έμεινε μεν πιστός στην ιστορία της «Δωδέκατης Νύχτας», έκανε δε βαθιές χειρουργικές τομές στο έργο καταφέρνοντας να μην αφήσει ασχολίαστο κανένα από τα θέματα που θίγει ο μεγάλος κλασικός Βρετανός συγγραφέας και που απασχολούν την ανθρώπινη ψυχή στην πορεία της στα βάθη των αιώνων. Έτσι, πραγματεύτηκε με ξεχωριστή ευαισθησία βαθιά υπαρξιακά ζητήματα, έθιξε με τρόπο ουσιαστικό το θέμα της ταυτότητάς του ανθρώπου και του εγκλωβισμού του σε συμβατικές «ταμπέλες». έθεσε πολύ καίρια ερωτήματα που αφορούν το ανθρώπινο φύλο και το ρόλο του στον έρωτα και «έπαιξε» με τις ψευδαισθήσεις και την αντίθεση ανάμεσα στο φαίνεσθαι και το είναι.
Οι πρωταγωνιστές της παράστασης έδωσαν στην πλειοψηφία τους εξαιρετικές ερμηνείες, νιώσαμε όμως πολλές φορές πως δεν είχαν βρει ακόμη την κατάλληλη μεταξύ τους χημεία, γεγονός που «κόστισε» και στο ρυθμό της παράστασης (επειδή ωστόσο είδαμε μία από τις πρώτες παραστάσεις, αυτό ίσως «στρώσει» στο πέρασμα του χρόνου).
Ο Νίκος Χατζόπουλος έλαμψε στο ρόλο του Μαλβόλιο και ξεχώρισε από το υπόλοιπο σύνολο, δίνοντας μία ερμηνεία με βάθος, σαρκασμό και δυναμισμό. Στην καλύτερή της μέχρι τώρα υποκριτική στιγμή η Έμιλυ Κολιανδρή μάς εξέπληξε τόσο κινησιολογικά όσο και υποκριτικά, στο ρόλο της Βιόλα. Η ηθοποιός όχι μόνο κατάφερε να ισορροπήσει έξοχα ανάμεσα στα δύο φύλα του ρόλου της, αλλά και να τον εμποτίσει με την απαιτούμενη εσωτερική δυναμική καταδεικνύοντας όλο και πιο έντονα τον εγκλωβισμό της μέσα σ΄ έναν άλλο εαυτό, καθώς ντυμένη άντρας, έλιωνε από έρωτα για τον Ορσίνο. Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η ερμηνεία της Εύης Σαουλίδου ως κακομαθημένη και διεκδικητική Ολίβια, ερωτευμένη με τον Σεζάριο/Βιόλα. Στιβαρός ο Σεμπάστιαν του Αρη Μπαλή, πολύ συμπαθητική η Μαρία της Ελίνας Ρίζου.
Ο Γιώργος Χρυσοστόμου στο ρόλο του Ορσίνο μάς δημιούργησε την αίσθηση πώς προσπάθησε να κάνει την υπέρβαση και να αποτινάξει από πάνω του τον προσωπικό τρόπο ερμηνείας του που άρχιζε να του γίνεται μανιέρα, ωστόσο δεν κατάφερε να δώσει στο λόγο του τον απαιτούμενο ρυθμό και τελικά μας χάρισε μία αρκετά στυλιζαρισμένη ερμηνεία. Λίγο αμήχανος στάθηκε ο Αντριου του Μιχάλη Σαράντη.
Αξίζει να δει κάποιος την παράσταση αυτή; Οπωσδήποτε, καθώς πρόκειται για μία έξοχη αναπαράσταση της κλασικής και διάσημης κωμωδίας παρεξηγήσεων και μεταμφιέσεων του Σαίξπηρ που εμβαθύνει ουσιαστικά στα υπαρξιακά και φιλοσοφικά ερωτήματα του έργου, δίνοντάς τους ρηξικέλευθες σύγχρονες προεκτάσεις.
Γεωργία Οικονόμου