Η σύγκρουση των δύο γιων του Οιδίποδα είναι το θέμα αυτής της βαθιάς πολιτικής τραγωδίας του Αισχύλου. Μετά την αποκάλυψη των φρικτών πράξεών του, ο Οιδίποδας άφησε τον θρόνο στους δύο γιους του, τον Ετεοκλή και τον Πολυνείκη. Εκείνοι συμφώνησαν να κυβερνούν τη Θήβα εναλλάξ. Ωστόσο, όταν ήρθε η σειρά του Πολυνείκη να αναλάβει την εξουσία, ο Ετεοκλής δεν τήρησε την υπόσχεσή του. Αυτό προκάλεσε την οργή του Πολυνείκη, ο οποίος συμμάχησε με τον βασιλιά του Άργους Άδραστο και οργάνωσε εκστρατεία εναντίον της Θήβας. Επτά αρχηγοί από κάθε ένα από τα δύο αντίπαλα στρατεύματα παρατάχτηκαν εκατέρωθεν των επτά πυλών της πόλης. O Ετεοκλής και ο Πολυνείκης κατέληξαν να βρίσκονται ο ένας απέναντι στον άλλο στην έβδομη πύλη.
Η μετάφραση του ποιητή Γιώργου Μπλάνα αποτέλεσε ίσως το πολυτιμότερο και βασικότερο εργαλείο της παράστασης αυτής. Και αυτό γιατί ακούσαμε μία μετάφραση σύγχρονη, αλλά στη βάση της ποιητική, μία μετάφραση που σεβάστηκε απόλυτα τον Αισχύλειο λόγο, αλλά και μ’ ένα μαγικό τρόπο έφερνε στο μυαλό μας εικόνες βγαλμένες από το σήμερα. Πάνω σ΄ αυτήν τη μετάφραση στηρίχθηκε ο Τσέζαρις Γκραουζίνις και έστησε πάνω της τους «Επτά επί Θήβας», ένα έργο πολεμικό μεν εν τη γενέσει του, βαθιά αντιπολεμικό και πολιτικό δε ως προς τα νοήματά και την ερμηνεία του. Ο Λιθουανός σκηνοθέτης κατάφερε κάτι εξαιρετικά δύσκολο. Ισορρόπησε πάνω σε λεπτά νήματα διερευνώντας την έννοια του ηρωικού, μέσα από έναν ανελέητο σχεδόν, άλλοτε υποδόριο και άλλοτε καυστικό σχολιασμό της έννοιας της εξουσίας, της ευθύνης, αλλά και του νόμου, στηλίτευσε τον παραλογισμό του πολέμου και δη του εμφυλίου και επαναπροσδιόρισε αξίες βαθιά ανθρώπινες, αναδεικνύοντας τελικά την ουσία όλων αυτών που ζούμε σήμερα. Η φωνή του κήρυκα στο τέλος, προστάζει να θαφτεί μόνο ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης να γίνει βορά στα άγρια ζώα. Η Αντιγόνη ξεσπά και ξεκινά να δώσει τη δική της μάχη ενάντια στην προσταγή του κοσμικού νόμου. Ο χορός παίρνει το μέρος της. «Αυτό το πένθος ταιριάζει στην πατρίδα. Οι άρχοντες και οι νόμοι αλλάζουν», βροντοφωνάζει. Και κάπως έτσι αποδομούνται εκ βάθρων οι κυβερνήσεις, αρχαίες και σύγχρονες, και τα νομοθετήματά τους.
Αποκορύφωμα όλων στάθηκε η καθηλωτική σκηνή της μάχης των δύο αδελφών.. Η σκηνοθετική σύλληψη να αλληλοσκοτώνονται μέσα από απεγνωσμένες, απονενοημένες και παλικαρίσιες ζεστές αδελφικές αγκαλιές έσφυζε από λυρισμό, ένταση και ρεαλισμό συναισθημάτων. Κάθε αγκαλιά και μία μαχαιριά. Μαχαιριά αγάπης, γεμάτη από παράλογο μίσος. Ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης πεθαίνουν όρθιοι έχοντας παραδοθεί αμαχητί στην κατάρα που κατατρύχει τη γενιά του Οιδίποδα. Δεν προσπάθησαν καν να αλλάξουν την μοίρα τους και πέθαναν από χέρι… αυτάδελφον.
Καθοριστική και η συμβολή της ατμοσφαιρικής και υποβλητικής μουσικής του Δημήτρη Θεοχάρη, που άλλοτε ακουγόταν σαν πολεμική ιαχή, άλλοτε σαν μακρόσυρτο μοιρολόι. Εμποτισμένη με πολλά παραδοσιακά μουσικά στοιχεία κατάφερε να αποτελέσει ένα ομοιογενές σώμα με το κείμενο και να προσδώσει έντονες δόσεις «ηλεκτρισμού» σε καίριες σκηνές του έργου. Εξίσου πολύτιμα και τα δωρικά σκηνικά και κοστούμια του Κέννυ ΜακΛέλλαν με την ευρηματική χρηστικότητά τους.
Ο Γιάννης Στάνκογλου έδωσε μία συγκλονιστική ερμηνεία στο ρόλο του Ετεοκλή (παίζει το ρόλο αυτό εναλλάξ με τον Χρήστο Στυλιανού που ενσάρκωσε τον Πολυνείκη). Μία ερμηνεία βγαλμένη από τα βάθη της ψυχής του, άψογα σωματικοποιημένη και βαθιά μελετημένη στις κορυφώσεις της. Ο Ετεοκλής του είναι χαμένος μέσα στη μοναχικότητά του, αλλά και εκ προοιμίου έρμαιο της μοίρας του. Πέφτει απολύτως συνειδητά στην «κατάρα της έβδομης πύλης» των Θηβών και στέκεται αντιμέτωπος με τον αδελφό του Πολυνείκη. Στην ερώτηση για το «αν θέλει να χύσει το αίμα του αδελφού του», απαντά με αποφασιστικότητα «ναι» και ας ξέρει πως αυτό είναι το τέλος του και πως αυτός δεν θα είναι ο νικητής. Είναι ο απόλυτα τραγικός ήρωας...
Εξαιρετικές η Νάντια Κοντογεώργη ως Αντιγόνη και η Ιώβη Φραγκάτου ως Ισμήνη. Τις εντυπώσεις ωστόσο έκλεψε ο απόλυτα συντονισμένος 14μελής χορός (Λουκία Βασιλείου, Δημήτρης Δρόσος, Δάφνη Κιουρκτσόγλου, Χρήστος Μαστρογιαννίδης, Κλειώ-Δανάη Οθωναίου, Βασίλης Παπαγεωργίου, Σταυριάννα Παπαδάκη, Γρηγόρης Παπαδόπουλος, Αλεξία Σαπρανίδου, Εύη Σαρμή, Πολυξένη Σπυροπούλου, Γιώργος Σφυρίδης, Ευανθία Σωφρονίδου, Κωνσταντίνος Χατζησάββας) που έδωσε τον καλύτερό του εαυτό και έδωσε μία τελείως διαφορετική διάσταση στα χορικά του έργου.
Άξιζε να δει κανείς την παράσταση αυτή; Επιβάλλεται θα λέγαμε, αλλά δυστυχώς η περιοδεία της τελείωσε και θα την δουν λίγοι ακόμη τυχεροί στις τελευταίες παραστάσεις της στη Θεσσαλονίκη. Ας ελπίσουμε πως κάποια στιγμή θα την ξαναδούμε στο μέλλον, γιατί πρόκειται για μία εξαιρετικά υψηλού επιπέδου παράσταση που χαρίζει ένα πραγματικό κρεσέντο συναισθημάτων. Απόδειξη; Το αποθεωτικό χειροκρότημα του κοινού, η συγκίνηση όλων των ηθοποιών και του σκηνοθέτη, αλλά και τα δάκρυα του Γιάννη Στάνκογλου στις απανωτές του υποκλίσεις.
Γεωργία Οικονόμου