Είδαμε την Καθαρή Πόλη στη Στέγη [εκεί όπου 5 σούπερ καθαρίστριες σάρωσαν στο διάβα τους]

06.12.2016
Στο τελευταίο κυριολεκτικά κουδούνι προλάβαμε και είδαμε την «Καθαρή Πόλη» των Πρόδρομου Τσινικόρη και Ανέστη Αζά στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών. Ηρωίδες 5 πραγματικές καθαρίστριες από διαφορετικές χώρες (Αλβανία, πρώην Σοβιετική Ένωση, Νότια Αφρική).

Από καθηγήτριες πανεπιστημίου μέχρι αρχιτεκτόνισσες στις χώρες καταγωγής τους, μητέρες και αγωνίστριες. Γυναίκες που θυσιάζονται για τις οικογένειές τους, άλλες μακριά από αυτές, άλλες μ΄αυτές, άλλες χωρισμένες, με παιδιά ενήλικα και ανήλικα.

Τις γυναίκες αυτές οι περισσότεροι Αθηναίοι τις γνωρίζουμε καλά. Η πλειοψηφία τις βάζαμε προ κρίσης στα σπίτια μας, άλλοι – πιο τυχεροί- τις βάζουν ακόμη και μας «έλυναν» τα χέρια. Μας καθαρίζουν, φροντίζουν για την ανεξαρτησία μας, ώστε να μην γινόμαστε δούλοι του ξεσκονόπανου, του σιδερώματος και της σφουγγαρίστρας. Λειτουργούν πάνω μας σαν το πιο καλό αγχωλυτικό. Ξέρουν πολύ καλά τις παραξενιές μας, αλλά και τις κρυφές μας συνήθειες, «εισβάλλουν» στον ιδιωτικό μας χώρο πιο πολύ από τον καθένα. Μας ξέρουν, γιατί έχουν κάνει την ψυχική ανατομία μας μέσα στα ίδια μας τα σπίτια….

Αυτές, λοιπόν, οι καθαρίστριες της ζωής μας απέκτησαν ονοματεπώνυμο στην παράσταση που είδαμε στη Στέγη. Δε δίστασαν να ανέβουν στο σανίδι, να διασταυρώσουν τα νήματα της σκληρής τους ζωής η μία με την άλλη και να τα επικοινωνήσουν σ’ εμάς με τρόπο μοναδικό. Δε δίστασαν να τσαλακωθούν μπροστά μας, να δακρύσουν για τα παιδιά τους, να κοκορευτούν γι΄αυτά, να βγάλουν τη δική τους πικρία για τον ρατσισμό που βίωσαν και βιώνουν, αλλά και για την Ελληνική γραφειοκρατία που ακόμη και σήμερα τόσο τους ταλαιπωρεί.
Τις ακούσαμε να περιγράφουν συγκλονιστικές εμπειρίες, πως με πόνο ψυχής η Βουλγάρα Ροσίτσα αποφάσισε να «γίνει» ο άντρας της οικογένειάς της και να επιβιβαστεί στο λεωφορείο για Ελλάδα, βλέποντας τον γιο της να σπαράζει, καθώς τον άφηνε πίσω. «Εμείς δεν θέλαμε λεφτά, θέλαμε εσένα, τη μητέρα μας κοντά μας»… άκουσε να της λένε λίγα χρόνια αργότερα. Γνωρίσαμε και την εντυπωσιακή νοτιοαφρικανή Μέιμπελ που έχει ζήσει στο πετσί της το απαρτχάιντ και η κόρη της πλέον αγωνίζεται στην Εθνική Ομάδα Μπάσκετ της Ελλάδας. Μάθαμε πως μία από τις κυρίες που δούλευε της έδωσε να πιει νερό σε πλαστικό ποτήρι, επειδή τη σιχαινόταν, αλλά και ότι φοβόταν για πολύ καιρό να βγει έξω από το σπίτι της στον Αγιο Παντελεήμονα για να μη φάει ξύλο από τους Χρυσαυγίτες. Μας συστήθηκε και η τσαχπίνα φιλιππινέζα αρχιτεκτόνισα Φρέντα που έχει ένα 6χρονο γιο με ρουμανικό διαβατήριο (λόγω του πατέρα του). Ο μικρός αυτοαποκαλείται Ελληνάκι, αλλά δεν μπορεί ακόμη να πάρει την Ελληνική Ιθαγένεια, μολονότι γεννήθηκε εδώ... Πηγαίνει και σ΄ ένα αθλιο δημοτικό στην Κυψέλη που οι δάσκαλοι καπνίζουν μέσα στην τάξη. Παρούσα και η αριστοκρατική Ντρίτα, μία καθηγήτρια πανεπιστημίου από την Αλβανία και απολυμένη καθαρίστρια του Εθνικού Θεάτρου της Ελλάδας που μας αποκάλυψε πως είναι η μητέρα του σκηνοθέτη Ενκε Φεζολάρι. Εξομολογήθηκε, μάλιστα, πώς όταν πέρασε στην πρώτη φάση επιλογής ηθοποιών στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, πίστεψε πως τον λυπήθηκαν που ήταν...Αλβανάκι! Και τέλος, η Μολδαβή Βαλεντίνα, μία γυναίκα με υπέροχη φωνή, πρώην τραγουδίστρια, που δεν θα εγκατέλειπε για τίποτα πλέον την Ελλάδα.

Και οι πέντε τους ήταν υπέροχες. Γι΄αυτό μετουσιώθηκαν στα μάτια μας σε σούπερ ηρωίδες της καθημερινότητας, γι΄αυτό τις θαυμάσαμε, γι΄αυτό ζηλέψαμε την ψυχική τους δύναμη, την αντοχή και το πείσμα τους. Γι΄αυτό και τις χαρήκαμε τόσο, όταν στο τέλος της παράστασης έριξαν τις ζεϊμπεκιές τους και ξέσπασαν υπό τους ήχους του «Δεν πάω πουθενά» του Βασίλη Καρρά που τραγούδησε μοναδικά η Βαλεντίνα.

Ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης δημιούργησαν ένα απολαυστικό, έντονα συγκινησιακό και σχεδόν καθαρκτικό «θέατρο της πραγματικότητας». Άντλησαν το υλικό τους από τις προσωπικές μαρτυρίες των πέντε αυτών γυναικών, έφεραν αυτές τις ίδιες στο επίκεντρο της θεατρικής αφήγησης και προσπάθησαν μέσω αυτών να διερευνήσουν την έννοια του «καθαρού» ως πυλώνα της ρατσιστικής ιδεολογίας, αλλά και για τον κίνδυνο του ανερχόμενου φασισμού και σ΄ έναν ικανοποιητικό βαθμό το κατάφεραν, διατηρώντας ταυτόχρονα μία αξιοθαύμαστη ισορροπία στις αφηγήσεις τους έτσι ώστε αυτές να μην κατρακυλήσουν στο μελό ή στο στεγνό καταγγελτικό λόγο.

Αξίζει να δει κανείς αυτήν την παράσταση; Επιβάλλεται. Διαβάζουμε πως μετά την πρεμιέρα του έργου στη Στέγη, η παράσταση θα ακολουθήσει περιοδεία σε ευρωπαϊκά θέατρα και διεθνή φεστιβάλ. Ελπίζουμε πως γρήγορα θα επιστρέψει στην Ελλάδα.

Γεωργία Οικόνομου

[email protected]