Εμείς μιλήσαμε με τους πρωταγωνιστές της παράστασης στην προσπάθειά μας να εξιχνιάσουμε λίγο παραπάνω το ποιος είναι τελικά ο Θεός της Σφαγής και κρατήσαμε και κάποιες φωτογραφίες για την έξοδο!
Γιατί ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης επέλεξε να παρουσιάσει φέτος το Θεο της Σφαγής:
Ο ίδιος μάς είπε πως : "Το έργο αυτό είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον έργο γιατί καταφέρνει να μιλήσει για πράγματα εξαιρετικά βαθιά με τρόπο πολύ ελαφρύ. Τέσσερις ενήλικες έρχονται σε αντιπαράθεση και ξεγυμνώνονται, αναδεικνύοντας είτε την υποκρισία της αστικής τάξης, όπως νομίζουν μερικοί , είτε την πολύ μεγάλη δυσκολία να συνυπάρξεις με τους ανθρώπους, όπως νομίζω εγώ. Πιστεύω πως το έργο δεν είναι ένα σχόλιο και μια σάτιρα της αστικής υποκρισίας, αλλά μία καταγραφή πολύ έξυπνη και διαυγής του πόσο δύσκολο είναι για το σύγχρονο άνθρωπο να συνυπάρξει σε κοινότητες.
Οι δυσκολίες παρουσιάζονται και ανάμεσα στα ζευγάρια, αλλά και ανάμεσα στους άνδρες και στις γυναίκες των δύο και στην πραγματικότητα μ' αυτή τη σύγκρουση αρχίζει και ο κανονικός εμφύλιος του έργου. Στην πραγματικότητα,οι τέσσερις αυτοί ενήλικες δεν τα καταφέρνουν να συνεννοηθούν πολιτισμένα, αλλά παρ'όλα αυτά η προσπάθειά τους είναι γνήσια και η επιθυμία τους ειλικρινής. Επίσης, είναι πολύ ενδιαφέρον πως ενώ αυτοί πάσχουν κανονικά επί σκηνής, πετούν πράγματα, τσακώνονται, υπάρχει μια υστερική δράση, φέρονται τελείως ανώριμα και πως ενώ φέρονται έτσι, αυτό λειτουργεί για το κοινό κωμικά. Αυτό είναι μία μεγάλη πρόκληση. Πώς να καταφέρεις δηλαδή να διατηρήσεις τις ισορροπίες ώστε να μη γείρει η παράσταση σε κάτι αμιγώς δραματικό είτε σε κάτι ασήμαντο".
Και ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος τι λέει για την επιλογή αυτή;
Το έργο αυτό είναι ένα εξαιρετικό, γι΄αυτό και βραβευμένο έργο. Είναι ένα έργο που, όπως συμβαίνει συχνά με κάποια έργα μπορεί να διαβαστεί ανάποδα από τον τρόπο που εμείς θα θέλαμε να το διαβάσουμε. Φαινομενικά θα μπορούσε να πει κανείς πως μιλάει για την υποκρισία των αστών, των πολιτισμένων αυτών ανθρώπων που όταν βρεθούν στα δύσκολα πέφτει η μάσκα της υποκρισίας τους και φανερώνουν τον πραγματικά βάρβαρο εαυτό τους. Εμείς επιχειρούμε να το διαβάσουμε λίγο διαφορετικά, όπως νομίζουμε πως το εννοεί η ίδια η Ρεζά. Αυτό έχει να κάνει με την συγκινητική προσπάθεια των ανθρώπων, που παρόλη τη βίαιη και ζωώδη πλευρά τους, σε κρίσιμες στιγμές της ζωής τους προσπαθούν να συμπεριφερθούν πολιτισμένα. Συγκινητική γιατί είναι πολύ δύσκολη, γεγονός που αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος. Δεν τα καταφέρνουν. Αυτό όμως δεν είναι η αποκάλυψη…
Τι ήταν αυτό που έκανε το έργο τόσο θελκτικό στις πρωταγωνίστριες ώστε να συμμετέχουν;
Στεφανία Γουλιώτη: Με προσέλκυσαν οι ηθοποιοί, όχι κάτι στο έργο. Με προσέγγισε η ιδέα δηλαδή πως θα είμαστε εμείς οι τέσσερις και εκ των υστέρων το ίδιο το έργο, γιατί είναι ένα έργο που μεταξύ άλλων πολλών, απαιτεί να μην προλαβαίνεις καθόλου να ασχοληθείς με τον εαυτό σου. Ασχολείσαι με τους άλλους, με το τι συμβαίνει και η προσοχή σου είναι έξω από σένα. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό των γρήγορων έργων, όπως αυτό.
Λουκία Μιχαλοπούλου: Μου άρεσε πάρα πολύ εκ των προτέρων. Το είχα διαβάσει και είχα δει επίσης την ταινία. Μου αρέσει που δεν μπαίνουν ταμπέλες. Είναι μια καθαρή κωμωδία; Είναι κοινωνικό; Είναι μπουλβάρ; Δεν μπορείς να το κατηγοριοποιήσεις. Μου αρέσουν πολύ οι σχέσεις των ζευγαριών και οι δυναμικές τους. Μου αρέσουν οι συμμαχίες που βλέπουμε να δημιουργούνται. Είναι πραγματικά ένα ευφυέστατο έργο.
Διαφέρει αυτός ο Θεός της Σφαγής από την κινηματογραφική απόδοση του Πολάνσκι;
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: Στον Πολάνσκι εγώ δεν διασκέδασα. Φτιάχνει ένα πράγμα κάπως κλειστοφοβικό με ερμηνείες πάρα πολύ ειλικρινείς, χωρίς κανένα ίχνος χιούμορ. Το έργο της Ρεζά λειτούργησε διαφορετικά θεατρικά στο Παρίσι, στο Λονδίνο, στη Νέα Υόρκη και στην Ελεβετία. Οι ήρωές του έχουν πιο ακραίες αντιδράσεις, φέρονται διαφορετικά, ο τρόπος που οργίζονται, που συνομιλούν. Δεν μπορείς άρα να συγκρίνεις τις δύο προσεγγίσεις. Εγώ θέλω να παίξω ανάμεσα σ’ αυτήν την ισορροπία. Ανάμεσα σε μια ειλικρινή αντιμετώπιση των ηθοποιών και στην ικανότητα του θεατή να το διαβάσει αλλιώς. Γιατί εμείς παίζουμε άλλο έργο από αυτό που οι θεατές βλέπουν .
Μπορείτε να μας ορίσετε το θεό της Σφαγής;
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: Είναι ο θεός όλων των γήινων και πρωτόγνωρων ενστίκτων του ανθρώπου, όλης της επιθυμίας να εξουσιάσει και να επιβληθεί πάνω στους άλλους. Είτε μιλάμε άτομο προς άτομο, είτε κοινωνική ομάδα προς κοινωνική ομάδα. Είναι όλη μας η επιθετικότητα, η βία και η επιθυμία επιβολής πάνω στους άλλους. Αυτός ο Θεός , όπως λέει ο ήρωάς μου, είναι ο μόνος θεός που κυβερνά αδιάλειπτα από την αρχή του κόσμου. Αυτός ο θεός είναι πραγματικός, αλλά υπάρχουν και άλλοι, όπως ο θεός της επικοινωνίας… Αυτοί οι δύο θεοί αντιμάχονται.
Στεφανία Γουλιώτη: Είναι τα ζωώδη ένστικτά μας, τα οποία κάνουμε ότι δεν υπάρχουν, αλλά αυτά συσσωρεύονται και έρχονται μία ημέρα με κάποια αφορμή και σκάνε σε πολύ άγριο βαθμό!
Λουκία Μιχαλοπούλου: Ο Θεός της σφαγής είναι οι παρορμήσεις μας, τα ακατέργαστα συναισθήματά μας, η παιδικότητά μας, τα πρώτα μας ένστικτα. Ολο αυτό βέβαια κρύβει και τη βιαιότητα. Αυτό γίνεται εμφανές στο έργο, καθώς καταλαβαίνουμε πως τελικά οι τέσσερις ενήλικες είναι ουσιαστικά τέσσερις ανήλικοι. Και αυτό είναι και το συγκινητικό στο έργο. Το παιδί δηλαδή που έχουμε όλοι μέσα μας δεν δαμάζεται. Καλά κάνουμε και προσπαθούμε να το δαμάσουμε και προσπαθούμε να μπούμε πολιτισμένα σε κάποιους κανόνες, αλλά αυτό πάντα υπάρχει και μας ακολουθεί.
Τελικά, υπάρχει ελπίδα ειρηνικής συνύπαρξης;
Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης: Εγώ νομίζω ότι και στην παράστασή μας φαίνεται πως υπάρχει. Καταρχάς είναι αποδεδειγμένο πως υπάρχει. Δεν είναι ο κόσμος μας ο κόσμος του Μεσαίωνα… δεν είναι ο κόσμος μας ο κόσμος που μία διαφωνία μπορούσε πολύ εύκολα να οδηγήσει σε θάνατο. Δε ζούμε σε μία κοινωνία που η ζωή του καθενός πολίτη μέσα σε μια πόλη απειλείται διαρκώς… τα ατομικά μας δικαιώματα, η προσωπική μας ελευθερία περιφρουρούνται σήμερα πιο πολύ από ποτέ. Αρα σήμερα υπάρχει ένα άλλος θεός, ο θεός της επικοινωνίας…. Και προοδεύει και οι κοινωνίες προοδεύουν….
Στεφανία Γουλιώτη: Υπάρχει; Δεν ξέρω αν εσείς θα το δείτε στην παράσταση, αλλά εγώ πιστεύω πως υπάρχει, αρκεί να βρεις τους σωστούς κώδικες σωστής επικοινωνίας.
Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος: Φυσικά και έχουμε ελπίδα. Στο έργο οι ήρωες δεν τα καταφέρνουν, μάλλον επειδή ακριβώς θέλει να τονιστεί ακριβώς αυτό. Αποδεδειγμένα όμως το έχουμε καταφέρει. Δεν λύνουμε τις διαφορές μας με όπλα και με βία. Και αυτό είναι μια νίκη του πολιτισμού μας, δεν είναι αυτονόητο. Ο πολιτισμός μας έρχεται ακριβώς να συνδιαλέγει με ένα μη πολιτισμένο ένστικτο. Αν ήταν αυτονόητος δεν θα είχε καμία σημασία να συζητάμε σήμερα γι αυτό. Και αυτό δεν είναι υποκρισία.
Λουκία Μιχαλοπούλου: Οι ήρωες προσπαθούν πολιτισμένα να βρουν μια άκρη… Και ο ρόλος μου αυτό ακριβώς προτείνει. Την ειρήνη. Ενσαρκώνω την Βερονίκη, μία φιλότεχνη που υποστηρίζω σχεδόν εμμονικά την ειρήνη. Τελικά υπάρχει ειρηνική συνύπαρξη; Αυτό το ερωτηματικό δεν απαντιέται…
Αν βρίσκαμε τους σωστούς κώδικες και σταματούσαμε να λέμε τα πάντα τους ψυχολόγους και αρχίζαμε να συζητάμε περισσότερο μεταξύ μας θα βρίσκαμε τη λύση;
Στεφανία Γουλιώτη: Σίγουρα θα ήμασταν πιο δεκτικοί και θα αναγνωρίζαμε καλύτερα το τι συμβαίνει, γιατί πολλές φορές μας συνεπαίρνει τόσο ο θυμός… μπορεί εσύ να μην το έχεις καταλάβει, όμως η πληροφορία που τελικά μεταδίδεις είναι πληροφορία θυμού. Μπορεί να λες στον άλλο «Σ αγαπώ» και να του μεταφέρεις θυμό. Όταν όμως έχεις καταλάβει τι σου έχει συμβεί θα μπορείς να αναγνωρίζεις καλύτερα τι συμβαίνει στις ανθρώπινες σχέσεις, ώστε να είσαι πιο ανεκτικοί. Εγώ βλέπω πράγματα στους ανθρώπους που με ενοχλούνε και λίγο που έχω ασχοληθεί, γίνομαι ανεκτική και λέω «δεν πειράζει, αφήστε τον έτσι».
%PHOTO17%
Που θέλατε να αγγίξει το έργο αυτό το θεατή;
Στεφανία Γουλιώτη: Θα ήθελα να τον βγάλει σοκαρισμένο, να δει τον εαυτό του μέσα από έναν παραμορφωτικό καθρέφτη, κάτι που νομίζει πως δεν συμβαίνει μέσα στο γάμο του, να καταλάβει πως συμβαίνει.
Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος: Δεν θεωρώ ότι αυτά τα σημαντικά έργα αγγίζουν το σήμερα. Το έργο αυτό μιλάει για το πάντα λοιπόν. Απλώς οι άνθρωποί του μιλούν για εμάς.
Λουκία Μιχαλοπούλου: Μέσα από τα πρόσωπα αυτά μπορεί ο καθένας να δει τον εαυτό του, γι΄αυτό είναι τόσο ωραία και συγκινητικά. Είναι ο καθρέφτης μας.
Συνέντευξη: Γεωργία Οικονόμου
Φωτογραφίες Κική Παπαδοπούλου