Είδαμε το "Σπίτι της Μπερνάντα Αλμπα" του Φεζολάρι [και νιώσαμε τη βία στο πετσί μας]

13.07.2015
«Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα» του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, τη διάσημη, πολυπαιγμένη και αγαπημένη τραγωδία εννέα γυναικών είδαμε στην κουκλίστικη αυλή στο Βρυσσάκι στην περιοχή της Πλάκας, υπό τη σκηνοθετική οπτική του Ενκε Φεζολάρι και πραγματικά φύγαμε γοητευμένοι από την προσέγγιση αυτή που έβριθε αλμοδοβαρικών στοιχείων.

Αλλά ας θυμηθούμε πρώτα λίγο την υπόθεση: Στην περιοχή της Ανδαλουσίας, μια οικογένεια βρίσκεται σε… κρίση. Μετά την κηδεία του άνδρα της, η 60χρονη Μπερνάρντα Άλμπα, επιβάλλει στις πέντε κόρες της πολύχρονο κατ’ οίκον εγκλεισμό λόγω πένθους. Σε ένα σπίτι, χωρίς αντρική παρουσία, εισβάλλει ο Έρωτας και τα ανατρέπει όλα...

Ο Ένκε Φεζολάρι προσέγγισε μοναδικά το έργο αυτό του Λόρκα, καθώς κατάφερε να αναδείξει όλα τα διαχρονικά του στοιχεία και το έφερε στην εποχή μας με τρόπο πολύ εύστοχο, αλλά και άμεσο. Μια οικογένεια διέρχεται κρίση. Όχι οικονομική, αλλά ανθρωπιστική και ιδεολογική. Η μητέρα κατέχει το ρόλο του μονάρχη- δυνάστη, αυτή αποφασίζει και διατάσσει, αυτή "στειρώνει" τις κόρες της στερώντας τους το αρσενικό στοιχείο και συνεκδοχικά τον έρωτα. Στο σπίτι αυτό, όλοι γίνονται θύματα και θύτες. Όλοι ασκούν βία. Η βία στο απόγειο της. Ψυχολογική και σωματική. Η Μπερνάντα χτυπά τις κόρες της, αυτές χτυπιούνται μεταξύ τους, χτυπούν ακόμη και την ίδια.
Και το συμπέρασμα; Η ιστορία επαναλαμβάνεται. Γιατί και η ίδια η Μπερνάντα έχει υποστεί παρόμοια κακοποίηση από την μητέρα της. Αυτό είναι πασιφανές. Γι΄αυτό και πλέον την κρατά κλειδωμένη προσπαθώντας να την απωθήσει, να την ξεχάσει.

Τελικά η Μπερνάρντα, η Αδέλα, η Πόνσια, η Μαρτύριο, η Ανγκούστιας, η Αμέλια, η Μαγδαλένα, η Προυντένσια κι ο πανταχού παρών, και γι' αυτό απών, Πέπε, είμαστε εμείς οι ίδιοι… Εμείς οι ιδιοι και ως μονάδες, αλλά και ως κοινωνικό σύνολο. Γιατί, μήπως ο βαθιά απολυταρχικός και βίαιος αυτός κόσμος του Σπιτιού της Μπερνάντα Αλμπα δεν είναι ο κόσμος μας; Δεν είναι υπό μία άλλη οπτική η σύγχρονη Ελλάδα που έχει καταντήσει έρμαιο των δανειστών της; Δεν είναι η Ελλάδα των μνημονίων που συνεχίζει να παραπατά ευνουχισμένη γράφοντας τη δική της ιστορία με τα μελανότερα γράμματα αποζητώντας μία σταγόνα αγάπης/ελπίδας από τη «μητέρα»- Ευρώπη;
Και η κατάληξη των ηρώων, δυστυχώς, δεν είναι καθόλου αισιόδοξη για το μέλλον μας. Η Αδέλα, η μόνη που τόλμησε να κάνει τη δική της προσωπική επανάσταση, η μόνη που επιχείρησε να προασπιστεί τα δικαιώματά της τελικά… αυτοκτόνησε.

Όλοι οι ηθοποιοί της παράστασης έδωσαν εξαιρετικές ερμηνείες. Προεξάρχουσα η Δώρα Στυλιανέση στον ρόλο της Μπερνάντα. Αγερωχη, ακλόνητη και ανάλγητη, δε βιώνει ούτε μία στιγμή μετάνοιας. Είναι ο απόλυτος μονάρχης, αυτός που φορώντας παρωπίδες, πιστεύει πως τα έχει όλα υπό έλεγχο και πως κινεί όλα τα νήματα της εξουσίας.

Εξαιρετική και η Μαρία Σκαφτούρα στο ρόλο της υπηρέτριας, έδωσε το δικό της ξεχωριστό στίγμα και μας χάρισε μαζί με την Στυλιανέση μία από τις καλύτερες στιγμές της παράστασης, το διάλογό τους που εναρμονίστηκε στις αναπνοές τους με το ανοιγοκλείσιμο στις βεντάλιες τους.

Η Δανάη Παπουτσή στο σπαρακτικό ρόλο της Μαρτύριο μας κέρδισε απόλυτα. Νιώσαμε τον έρωτά της για τον Πέπε και μαγνήτισε ουκ ολίγες φορές το ενδιαφέρον μας με το βλέμμα, αλλά και όλη την κινησιολογία της.

Τελικά αξίζει να δει κάποιος την παράσταση αυτή; Επιβάλλεται. Θεατρόφιλοι και μη, θα γοητευτείτε από την προσέγγιση του Φεζολ;Aρι και θα προβληματιστείτε πολύ γύρω από τη βία και το φασισμό που επικρατεί ακόμη και στις μικροκοινωνίες που περιφερόμαστε.

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]