Είδαμε τον Κύκλο με την Κιμωλία [και βασανιστήκαμε αφόρητα]

14.03.2015
Τον πολυαναμενόμενο «Κύκλο με την Κιμωλία» σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη με τους Αιμίλιο Χειλάκη, Μαρία Πρωτόπαππα, Ελισάβετ Μουτάφη, Αποστόλη Τότσικα και Δημήτρη Λιγνάδη είδαμε στο θέατρο Παλλάς και η απογοήτευσή μας ήταν τεράστια.

«Ο κύκλος με την κιμωλία» είναι ένα γοητευτικό, λαϊκό παραμύθι, μια αλληγορία, μια παραβολή “για τον πειρασμό της καλοσύνης”, σύμφωνα με τα λόγια του ίδιου του Μπρέχτ. Η Γρούσα που είναι υπηρέτρια σε αρχοντικό, παίρνει κοντά της το γιό του άρχοντα, όταν αυτός δολοφονείται από επαναστάτες και η μητέρα του τον εγκαταλείπει κυνηγημένη.Με θυσίες κρατάει το παιδί κοντά της, μέχρι την ημέρα που η βιολογική μητέρα του επιστρέφει και το διεκδικεί δικαστικά, κατηγορώντας την Γρούσα, ότι της το έκλεψε. Τότε ένας λαϊκός, μέθυσος και κουτοπόνηρος άνθρωπος που όλως τυχαίως, χρίζεται δικαστής καλείται να αποφασίσει για τη τύχη του παιδιού, επιλέγοντας μία σολομώντεια λύση : Τον Κύκλο της Κιμωλίας.

Σημειώστε πως με το έργο αυτό, το 1957 ο Κάρολος Κουν σύστησε στο ελληνικό κοινό τον πρωτοπόρο γερμανό δραματουργό, ενώ η παράσταση του Θεάτρου Τέχνης σε απόδοση Οδυσσέα Ελύτη και μουσική Μάνου Χατζιδάκι έμεινε ιστορική.

Στον αντίποδα, ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης αστόχησε εντελώς στις σκηνοθετικές του επιλογές. Είχε στα χέρια του ένα αριστούργημα, ένα κείμενο βαθιά πολιτικό και ανθρώπινο, ένα κείμενο καθαρά αντιπολεμικό που σφύζει από αξίες, όπως αυτή της ανιδιοτελούς αγάπης, της ευγενούς καλοσύνης, της ευαισθησίας και της θυσίας για τον συνάνθρωπο και το συνέθλιψε με το συνονθύλευμα κακής αντιγραφής σκηνοθετικών τεχνικών που επέλεξε να μας παρουσιάσει. Αποκορύφωμα αποτέλεσαν οι κακοστημένες σκηνές που παρέπεμπαν έντονα σε Αριάν Μνουσκίν, η σχεδόν ερασιτεχνική χρήση του θεάτρου σκιών που ο Ηλίας Καρελλάς έχει τελειοποιήσει στις παραστάσεις του και η τελείως αποτυχημένη κινησιολογία που ενέπνευσε στο σύνολο των συντελεστών της παράστασης.

Η ιδέα που είχε, επίσης, να εξελιχθεί όλη η δράση μέσα σ’ ένα ερειπωμένο θέατρο, στο οποίο κάποιοι ηθοποιοί ανεβάζουν το έργο, αξιοποιώντας τα υλικά που ανακαλύπτουν στο χώρο, όχι μόνο δεν λειτούργησε στον αχανή σκηνικό χώρο του Παλλάς, αλλά προκάλεσε και σύγχυση, καθώς ανέκοψε σημαντικά τη ροή του λόγου του Μπρεχτ. Αξιοσημείωτο είναι πως παρότι γνωρίζαμε καλά την υπόθεση του έργου εκ των προτέρων, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε στο μισάωρο πως πράγματι αυτό που βλέπουμε είναι ο «Κύκλος με την Κιμωλία» και όχι κάποιο άλλο θεατρικό έργο.

Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω; Δεν αισθανθήκαμε στιγμή τον πολιτικό λόγο του κειμένου, τουναντίον νιώσαμε πως ο πολιτικός πυρήνας του είχε απονευρωθεί πλήρως (ένας ρηξικέλευθος πυρήνας που πρεσβεύει πως όπως το παιδί δεν ανήκει στη βιολογική του μητέρα, αλλά στη μητέρα που το μεγάλωσε, έτσι και η γη ανήκει σ΄αυτόν που την καλλιεργεί), δεν καταλάβαμε που τελικά έλαβε δράση το παραμύθι, ακούσαμε Χατζιδάκι ερμηνευμένο ανυπόφορα παράφωνα και τέλος δεν καταλάβαμε ποτέ γιατί ο Δημήτρης Λιγνάδης σαν άλλος Σόιμπλε, έπρεπε να κινεί τα νήματα του παραμυθιού, καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι, αλλά και γιατί έπρεπε στη θέση του μωρού να βλέπουμε ένα λούτρινο αρκουδάκι.

Η Μαρία Πρωτόπαπα στον πρωταγωνιστικό ρόλο της Γρούσα ήταν μία –δυστυχώς- αποτυχημένη επιλογή, καθώς εγκλωβίστηκε μέσα στην άκρως στυλιζαρισμένη σκηνοθεσία και στις κινήσεις που έπρεπε να ακολουθήσει και αυτό της κόστισε υποκριτικά. Έτσι, δεν κατάφερε να ισορροπήσει στις ψυχικές μεταπτώσεις του ρόλου της, πολλές φορές φώναζε αψυχολόγητα, δεν ήταν πειστική στο σύνολό της, ενώ τραγουδιστικά ήταν επιεικώς απαράδεκτη. Η Ελισάβετ Μουτάφη από την πλευρά της επαναπαύθηκε σε μία πολύ κουραστική μανιέρα και περισσότερο παρέπεμπε σε νευρόσπαστη καρικατούρα, παρά στη γυναίκα του κυβερνήτη και πραγματική μητέρα του παιδιού. Ο Αποστόλης Τότσικας ήταν στο σύνολό του άνευρος στο ρόλο του αγαπημένου στρατιώτη της Γρούσα. Ο Αιμίλιος Χειλάκης στο ρόλο του δικαστή ήταν ο μοναδικός που ξεχώριζε. Δεν καταλάβαμε ποτέ γιατί έπρεπε να ξυρίσει τα μαλλιά του για να υπηρετήσει το ρόλο αυτό, παρόλα αυτά ήταν ο μόνος που υποκριτικά έκανε τη διαφορά και που έδωσε μία λίγο πιο ενδιαφέρουσα πνοή στο δεύτερο μέρος της παράστασης (όταν δηλαδή εμφανίζεται). Ο Δημήτρης Λιγνάδης, τέλος, έδωσε τη στιβαρή ερμηνεία που περιμέναμε να δώσει στο ρόλο του αφηγητή.

Αξίζει να δει κάποιος αυτήν την παράσταση; Όχι, σε καμία περίπτωση, κρατηθείτε μακριά…

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]