Ο αυτοκαταστροφικός Πλατόνοφ θα μπορούσε να κυκλοφορεί αυτή τη στιγμή ανάμεσα μας ως ένας απογοητευμένος νέος μιας γενιάς που βρίσκει συνεχώς εμπόδια στην πραγματοποίηση των ονείρων της, τα παρατάει όλα και αναγκάζεται να συμβιβαστεί σ' αυτό που θεωρείται κανονικό για την κοινωνία. Ένας νεαρός δάσκαλος ο οποίος έχει εγκαταλείψει το ταλέντο και την ευστροφία του να βουλιάζουν στον πάτο μπουκαλιών βότκας, παντρεύεται και προσπαθεί να ζήσει μια καθως πρέπει ζωή σ' ένα χωριό που δεν του προσφέρει τίποτα παρα μόνο πλήξη.
Το κτήμα Βοϊνίτσεβ είναι η αρένα του. Εκεί πετάει άπληστους πλουσίους, ματαιόδοξες γυναίκες, παρασιτικούς νέους, δυστυχισμένους μεσήλικες γεμάτους απωθημένα, μία μικρή κοινωνία που έχει ξεχάσει να ζει και απλά επιβιώνει. Σ' αυτό το παιχνίδι χειραγώγησης χωρίς όρια, γοητεύει όποια γυναικεία ύπαρξη βρεθεί στο δρόμο του, κατακρίνει τους πάντες χωρίς δεύτερη σκέψη, διαλύει κάθε ρομαντισμό που έχει μείνει και κυρίως προσπαθεί να ξεφύγει από τον κατεστραμμένο εαυτό του.
Με τις αιωρούμενες και διαφορετικές μεταξύ τους καρέκλες και τους παλιούς αριστοκρατικούς πολυελαίους να συμβολίζουν τη χαμένη αίγλη των πρωταγωνιστών και τις ξύλινες κι ακατέργαστες πλατφόρμες στο πάτωμα, ο Ένκε Φεζολλάρι οπτικοποίησε την παρακμή του εσωτερικού κόσμου των μονομάχων του κεντρικού του ήρωα χωρίς να τους συμπεριφέρεται με το γάντι.
Αποδόμησε κάθε φωτεινό στοιχείο αισοδοξίας κι έπαιξε με τις αντιθέσεις. Τοποθετεί τους ηθοποιούς του στη σειρά και ύστερα τους αφήνει να εκραγούν διασκορπίζοντας τους σ' όλη τη σκηνή, τους βάζει συνεχώς τους αντιμέτωπους με την ανεπάρκεια των συναισθημάτων και την επιπολαιότητα τους προσπαθώντας να βρουν μια ισορροπία και την επόμενη στιγμή κατρακυλούν στο αλκοόλ που είναι κρυμένο σε κάθε τους βήμα, έρχονται πολύ κοντά σοτν έρωτα αλλά φορούν τα μαύρα γυαλιά και τον κλωστούν με δύναμη εκτός.
Φυσικά δεν λείπουν και η πετυχημένες μουσικές επιλογές που απογειώνουν σκηνές όπως εκείνη που ο Πλατόνοφ είναι σα να ζει ένα ψυχεδελικό όνειρο περικυκλωμένος από όλους και γράφοντας με μανία σ' έναν νοητό πίνακα.
Στο συγκινισιακά φορτισμένο, έξυπνα δομημένο και λιτό σκηνικό (Αλεξία Θεοδωράκη) ο πάρα πολύ καλός, εντεκαμελής θίασος ακροβατεί μεταξύ ρεαλισμού και του ιδανικού, άπιαστου ονείρου που έχουν στο μυαλό τους. Ξεχωρίσαμε τον Παναγιώτη Σούλη ο οποίος συνδύασε την αλαζονεία, την ευαισθησία αλλά και τη βαθιά μελαγχολία του Πλατόνοφ πετυχαίνοντας μία πραγματικά δυνατή ερμηνεία με εκρηκτικές κορυφώσεις.
Επίσης η Μαρία Σκαφτούρα ως η κεντρική φιγούρα που θέλει να είναι το επίκεντρο της προσοχής, είναι απολαυστική ως Άννα Πέτροβνα περνώντας με πολύ ωραίο τρόπο από το κωμικό στο τραγικό και η Ελεωνόρα Αντωνιάδου αποτελεί μια ήρεμη δύναμη κι έχει μια μοναδική εσωτερικότητα. Η Μαρίνα Κανελοπούλου είναι συγκινητική και ταυτόχρονα εκπέμει έναν δυναμισμό και ο στιβαρός και κυνικός Γιάννης Παπαιώνναου συμπληρώνουν την καλοδουλεμένη ομάδα.
Μπορεί να διαλέγουν το κτήμα αντί για την τιμή αλλά πάντα θα συνεχίζουν να εύχονται κάθε ευτυχία σε άλλες σελίδες του Τσέχωφ υψώνοντας ψηλά τα ποτήρια με τη βότκα.
Κική Παπαδοπούλου