Κινείται με διακριτικό τρόπο πάνω και κάτω από τις θεατρικές σκηνές παίζοντας, σκηνοθετώντας και γράφοντας ενδιαφέρουσες και δυνατές ιστορίες εμπνεόμενη από καταστάσεις που επικρατούν γύρω μας, όπως αυτή που έχει ανέβει στο θέατρο της Σχολής Καλών Τεχνών. Τώρα που η βία προχωράει παράλληλα μ' εμάς καθημερινά, η Κερασία Σαμαρά έφτιαξε ένα θεατρικό σπλάτερ με τις αιματοβαμμένες κοιλίδες να γεμίζουν τον ψυχολογικό κι όχι τον εξωτερικό χώρο και μας φωνάζει "Έλα να παίξουμε" χωρίς καμία αθώα δόση στην κλασσική παιδική έκφραση.
Άφησε το funny δίπλα από το games στο οξύμωρο σχήμα του σύμπαντος του Μίκαελ Χάνεκε και γέμισε με τα δικά της σχόλια το πιο κοντινό από κάθε άλλη εποχή σενάριο στην πραγματικότητα και οι θεατές είναι σε απόσταση αναπνοής από την εισβολή που θα θα μπορούσε να έχει οποιαδήποτε μορφή. Τη σταματήσαμε για απορίες και μας απάντησε ένα κλικ πιο κάτω...
Ποιες ήταν οι αφορμές για να ξεκινήσετε να γράφετε το κείμενο του «Έλα να παίξουμε» και τι αλλαγές έγιναν στην πορεία;
Νομίζω ότι όπως όλοι μας, επηρεάστηκα πάρα πολύ από την κατάσταση στην οποία περιήλθε η χώρα μου. Θύμωσα, ένιωσα εξαπατημένη. Αυτό συνέπεσε με τη στιγμή που καθώς κυλά η ζωή, αρχίζουν να με φοβίζουν όλα όσα φοβούνται οι άνθρωποι. Δεν μ’ αρέσει αυτό. Δεν το θεωρώ μια δίκαιη συναλλαγή με τις δυνάμεις της φύσης. Θα έπρεπε οι άνθρωποι να μπορούν να ορίζουν τη μοίρα τους, σ’ ένα βαθμό τουλάχιστον…
Έπειτα, μια τρίτη παράμετρος, ομάδες ανθρώπων που κατά καιρούς θεωρούν τους εαυτούς τους λυτρωτές, πατριώτες, φιλάνθρωπους και διαφοροποιούνται βίαια από τη «μάζα», επιβάλλοντας φασιστικά το δίκαιο του ισχυρότερου. Το κάνουν «επειδή μπορούν», όπως λέμε και στο έργο. Κι ακόμη η καυτή ερώτηση: Είναι καλός ο άνθρωπος; Κάπως έτσι μου γεννήθηκε αυτή η επιθυμία να γράψω αυτό το έργο που βασίστηκε αφ’ ενός στην ιδέα της ύπουλης επιβολής όπως παρουσιάζεται στην ταινία, αφ’ ετέρου πάνω σε κατευθυνόμενους αυτοσχεδιασμούς των συναδέλφων ηθοποιών. Η εξέλιξη της υπόθεσης του έργου, καθώς και οι αντιδράσεις των ηρώων εξέπληξαν κι εμένα την ίδια καθώς το έγραφα. Η εμπειρία ενός έργου που γεννιέται και ζωντανεύει στα χέρια σου είναι μοναδική.
Ο τίτλος του έργου φέρνει στο μυαλό την παιδική αθωότητα. Σύμφωνα με τα ερεθίσματα που έχουν τα σημερινά παιδιά, βλέπετε αλλαγές στη συμπεριφορά τους σε σύγκριση με παλαιότερα;
Βέβαια, υπάρχουν διαφορές σε όλους τους ανθρώπους, όχι μόνο στα παιδιά. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι και τα παιδιά δεν διακατέχονται από βίαια ένστικτα και ότι παλαιότερα δεν ήταν έτσι. Τώρα όμως, η βία απενοχοποιείται και καλλιεργείται μάλιστα.
Ποια είναι η μεγαλύτερη παγίδα που μπορεί να πέσει ένας γονιός στην προσπάθεια του να προστατεύσει το παιδί του από βίαιες εικόνες και καταστάσεις;
Το λάθος είναι, νομίζω, ότι παρουσιάζουμε τη βία ως κάτι που αφορά στους «κακούς» και όχι σε όλους μας. Όμως, όλοι είμαστε δυνάμει κακοί. Οι περισσότεροι από εμάς επιτρέπουν στην κακή τους πλευρά να εμφανίζεται όταν δεν υπάρχει κανείς εκεί για να τους τιμωρήσει. Έτσι είναι, δυστυχώς. Γιατί δεν το λέμε στα παιδιά και τους χαϊδεύουμε τα αυτιά μόνο με όμορφες πονετικές ιστορίες με καλό τέλος; Τι νομίζουμε; Ότι έτσι θα τους επιβάλλουμε την καλή ανθρώπινη πλευρά; Ακόμη κι αν μπορούσαμε, που δεν μπορούμε, η επιβολή δεν είναι κι αυτή ένα είδος βίας; Νομίζω ότι καλύτερα θα ήταν να τους ομολογούσαμε ότι ο κίνδυνος υπάρχει, είναι δίπλα μας και έρχεται συχνά και μέσα από μας τους ίδιους.
Σε μία εποχή που καθημερινά περνάνε εικόνες βίες μπροστά μας, θεωρείτε ότι έχουμε πάθει κάποια είδος ανοσίας στα βίαια περιστατικά που εκτυλίσσονται δίπλα μας;
Ναι, νομίζω πως έτσι είναι. Άλλωστε μήπως η θέα ενός συνανθρώπου μας που ψάχνει στα σκουπίδια δεν είναι εικόνα βίας; Συνηθίσαμε γρήγορα όμως να προσπερνάμε. Μήπως δεν είναι βία ή ασχήμια, που μας τριγυρίζει; Η πόλη γύρω μας, τα σκουπίδια, η εξαθλίωση; Η αλλοτρίωση της αισθητικής; Υφιστάμεθα βία και δεν αντιδράμε καθόλου γιατί δεν την αναγνωρίζουμε καν.
Το απρόσκλητο ζευγάρι στο σπίτι του έργου με ποια πρόσωπα της σημερινής κοινωνίας της χώρας θα μπορούσατε να τα παραλληλίσετε;
Δεν υπάρχουν πρόσωπα αντίστοιχα του Ρίκυ και της Λίνας. Ο Ρίκυ και η Λίνα δεν είναι πρόσωπα, είναι ανεξέλεγκτες δυνάμεις που εισβάλλουν στη ζωή μας αναπάντεχα, πέρα από κάθε προγνωστικό χωρίς λογική και μας ανατρέπουν όλα τα δεδομένα. Μπορεί να είναι μια αιφνίδια ασθένεια, μια οικονομική καταστροφή, μια απώλεια, ένας καταστροφικός έρωτας, μια αιματηρή ληστεία. Μια εισβολή. Η μοίρα που συχνά ορίζεται ως άδικη, άσπλαχνη κ.λπ. Και που όσο κι αν οργανώσουμε τη ζωή μας, δεν μπορούμε να την αποφύγουμε.
Υπάρχουν στο έργο σας αναφορές στο «Funny Games» του Μίκαελ Χάνεκε;
Ναι, βέβαια, το έργο γράφτηκε σχολιάζοντας την ιδέα της ύπουλης εισβολής όπως παρουσιάζεται στην ταινία. Το «Έλα να παίξουμε» όμως ανιχνεύει θέματα, έχει τελείως διαφορετική εξέλιξη, εντελώς διαφορετικό στόχο. Είναι κυρίως έργο λόγου. Το αποκάλεσα με μια αίσθηση χιούμορ «ψυχολογικό σπλάττερ» γιατί διαπραγματεύεται την εξασθένηση της αντίστασης, την απουσία κάθε δικαίου και την αποθέωση της απάθειας.
Ως θεατής, έχουν υπάρξει φορές που δεν έχετε αντέξει τη βία στις κινηματογραφικές οθόνες και τις θεατρικές σκηνές;
Ναι, πολλές φορές έχω πάρει τα μάτια μου απ’ την οθόνη, όχι όμως κι απ’ τη σκηνή του θεάτρου, ίσως επειδή η τέχνη του θεάτρου είναι εκ φύσεως συμβολική και δεν υπάρχει η δυνατότητα ούτε η πρόθεση ρεαλιστικής αναπαράστασης. Υπήρξαν όμως και σκηνές στον κινηματογράφο που παρέμειναν κολλημένες στο μυαλό μου και με τρόμαξαν πολύ περισσότερο από τις κλασικές σκηνές βίας, όπως π.χ. το slow motion βάδισμα της ομάδας στο «Κουρδιστό πορτοκάλι» του Κιούμπρικ. Αυτή η υπαινικτική επερχόμενη μορφή βίας είναι πιο τρομακτική και αυτό ακριβώς πραγματεύεται το «Έλα να παίξουμε».
*Ψάξε, ψάξε και θα τη βρεις:
- Στο Θέατρο της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών
Κική Παπαδοπούλου