Είδαμε τον Μακμπέθ του Θωμά Μοσχόπουλου (****)

07.02.2012
Ο Μακμπέθ του Θωμά Μοσχόπουλου είναι μία διαφορετική ανάγνωση του κλασσικού κειμένου που δεν θα απογοητεύσει τους γνώστες του Σαίξπηρ. Μία ανάγνωση που αναδεικνύει τη διαχρονικότητα του κειμένου και που σίγουρα θα σκοτώσει τον ΥΠΝΟ (το μότο της παράστασης είναι Όχι Άλλο Ύπνο) όλων όσοι συνεχίζουν να κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου φορώντας παρωπίδες στα όσα καθημερινά μας κατακλύζουν.

Η πιο σκοτεινή, η καταραμένη για πολλούς τραγωδία του Σαίξπηρ, ο Μακμπέθ, παρουσιάζεται στην Κεντρική Σκηνή της Στέγης Γραμμάτων & Τεχνών υπό το σκηνοθετικό βλέμμα του Θωμά Μοσχόπουλου με τον Αργύρη Ξάφη και την Αννα Μάσχα στους ρόλους του ζεύγους Μακμπέθ...

Ο Μακμπέθ είναι η μικρότερη τραγωδία του Σαίξπηρ και πιστεύεται ότι γράφτηκε μεταξύ του 1603 και του 1606. Ο μεγάλος συγγραφέας εμπνεύστηκε το έργο από παλαιότερες πηγές που αφορούσαν τον Μακμπέθ της Σκωτίας, τον Μακντόφ και τον Ντάνκαν Α' της Σκωτίας. Χαρακτηριστικό είναι επίσης πως πολλοί πιστεύουν ότι το έργο είναι καταραμένo, επειδή περιέχει μέσα πραγματικά ξόρκια. Έτσι, αν κάποιος πει το όνομα του έργου μέσα στο θέατρο, τότε η παραγωγή καταδικάζεται σε αποτυχία και ίσως κάποιο από τα μέλη του θιάσου τραυματιστεί σοβαρά ή πεθάνει. Έχουν μάλιστα καταγραφεί και ιστορίες ατυχημάτων, κακοτυχιών, ακόμα και θανάτων που έλαβαν χώρα κατά τη διάρκεια παράστασης του Μακμπέθ. Εντούτοις, αυτό δεν αποτέλεσε και δεν αποτελεί τροχοπέδη για μερικούς από τους σημαντικότερους ηθοποιούς για τους ρόλους του Μακμπέθ και της Λαίδης Μακμπέθ.

Το έργο είναι γραμμένο σε μια εποχή δραματικών κρίσεων και μεταβολών και αναταραχών σε πολιτικό, κοινωνικό και ιδεολογικό επίπεδο για τη Βρετανία, αλλά και ολόκληρη την Ευρώπη. Εξαιτίας αυτού οι αναγωγές στην εποχή μας είναι αναπόφευκτες και γι΄αυτό το λόγο ήταν εξ αρχής τρομερά ενδιαφέρον το πως ο Θωμάς Μοσχόπουλος θα χειριζόταν σκηνοθετικά αυτό το καίριο και βαθιά πολιτικό έργο. Το ότι δεν θα παρακολουθούσαμε ένα κλασσικό ανέβασμα, έγινε αισθητό από την πρώτη κιόλας στιγμή, καθώς σκηνικά και εικαστικά μεταφερθήκαμε σ’ ένα στρατιωτικό νοσοκομείο του 1940 με πολλά κρεβάτια επιμελώς τοποθετημένα σε σειρές, πάνω στα οποία «ξυπνούσαν» οι αγγελιαφόροι των ειδήσεων. Η συνέχεια ήταν συγκλονιστική και, αν μη τι άλλο, ευρηματική, καθώς όλες οι πτυχές του έργου, όπως το μείζον θέμα της εξουσίας που ταλανίζει μέχρι σήμερα τη σύγχρονη Ελλάδα, η άσβεστη δίψα για το στέμμα, η υπέρμετρη φιλοδοξία που κινεί σαν μαριονέτα όποιον κατακλύσει μέχρι την … καταστροφή, οι αέναοι κύκλοι που ακούραστα κάνει η ιστορία, αλλά και η ψυχοπαθητική σχέση του ζεύγους Μακμπέθ, όλα φωτίζονται και σκιάζονται μοναδικά απ΄ τον Μοσχόπουλο.

Πραγματικά εξαιρετική η σύλληψη της εικόνας των μαγισσών, με θαυμαστό αποκορύφωμα τη στιγμή που μία έγκυος μάγισσα γεννά ένα τσούρμο ματωμένα μωρά/προφητείες για τον Μακμπέθ που οδεύει προς τη Νέμεση.
Ένσταση έχουμε ως προς τις βιντεοπροβολές της παράστασης, καθώς δεν καταφέραμε να ενστερνιστούμε απόλυτα τις συνδέσεις με το πρότερο παρελθόν (δεκαετία του 1940) και το παρόν. Έτσι, αυτός ο διάλογος του έργου με το χρόνο μέσω βίντεο δεν μας άγγιξε ιδιαίτερα, πολλές φορές μάλιστα μας αποσυντόνισε και μας έβγαλε από το λυρικό του κλίμα.

Σύγχρονο, έξυπνο και λειτουργικό το σκηνικό της Ελλης Παπαγεωργακοπούλου, κατάφερε να μας βάλει απευθείας στην πολεμική ατμόσφαιρα του έργου. Πολύ ενδιαφέρον το τέχνασμα με τα τεράστια φωτιστικά που κάλυψαν τα κρεβάτια μεταμορφώνοντάς τα σε δωμάτια, αλλά και η κυλιόμενη σκάλα -σύμβολο ανόδου και καθόδου του Μακμπέθ.
Ποιητικότατη η μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, αλλά σε αρκετά σημεία τραχιά και δυσπροφέρετη, άλλοτε έρρεε αβίαστα από τα χείλη των ηθοποιών και άλλοτε οι μακροσκελείς προτάσεις ολοκληρώνονταν με δυσκολία και εμφανή αγωνία.

Ο Αργύρης Ξάφης ερμήνευσε στιβαρά με ξεχωριστό πάθος τον τραγικό Μακμπέθ αναδεικνύοντας για άλλη μια φορά όχι μόνο το ανεξάντλητο ταλέντο του, αλλά και ένα «αθέατο» μέχρι σήμερα σαιξπηρικό διαμέτρημα. Μολονότι υπήρξαν σημεία που στάθηκε πιο αδύναμος, ιδιαίτερα στην εκφορά του λόγου, μας έπεισε απόλυτα ως Μακμπέθ που διψάει για δόξα και εξουσία, που πατάει κυριολεκτικά επί πτωμάτων προκειμένου να αυτό-ανακηρυχθεί βασιλιάς.

Η Άννα Μάσχα έδωσε μία μοναδικά τραγική διάσταση στη Λαίδη Μακμπέθ. Κατάφερε να διατηρήσει τις εύθραυστες ισορροπίες του ρόλου της, να μας βάλει μέσα στο μυαλό της και να μας κάνει συνένοχούς της στα δόλια σχέδια της. Αποκορύφωμα η σκηνή της υπνοβασίας της λίγο πριν το θάνατό της.

Ο Γιώργος Χρυσοστόμου, στιβαρός ως Μακντάφ είχε δυνατές στιγμές, ιδιαίτερα στο δεύτερο μέρος της παράστασης. Ατυχής κατά τη γνώμη μας, η βιντεοπροβολή πριν το νέο της δολοφονίας της οικογένειάς του, καθώς απομυζεί ένα μεγάλο μέρος της ενέργειας και της έντασης του ρόλου του.
Εξαιρετικοί οι Μπερικόπουλος και Τοκάκης στους ρόλους του Ντάνκαν και του Μάλκομ αντίστοιχα. Ιδιαίτερα ο Τοκάκης, στη σκηνή που προσπαθεί να πείσει τον Μακντάφ να τον ακολουθήσει στον πόλεμο ενάντια στον Μακμπέθ, μας άφησε έκπληκτους με την χειμαρρώδη εκφορά του λόγου του και τα λεκτικά του «παιχνιδίσματα».

Η Ξένια Καλογεροπούλου ήταν μοναδική περσόνα ως Μάγισσα, χάρμα οφθαλμών στο πως κινείτο στη σκηνή και στο πως «έπαιζε» σωματικά. Δυστυχώς η φωνή της δεν έφτανε σ ΄ εμάς σ΄ όλες τις σκηνές του έργου.

Συμπερασματικά, ο Μακμπέθ του Θωμά Μοσχόπουλου είναι μία διαφορετική ανάγνωση του κλασσικού κειμένου που δεν θα απογοητεύσει τους γνώστες του Σαίξπηρ. Μία ανάγνωση που αναδεικνύει τη διαχρονικότητα του κειμένου και που σίγουρα θα σκοτώσει τον ΥΠΝΟ (το μότο της παράστασης είναι Όχι Άλλο Ύπνο) όλων όσοι συνεχίζουν να κοιμούνται τον ύπνο του δικαίου φορώντας παρωπίδες στα όσα καθημερινά μας κατακλύζουν.

Γεωργία Οικονόμου
[email protected]


Ο Μακμπέθ του Θωμά Μοσχόπουλου είναι κάτι παραπάνω από μια μεγάλη παραγωγή της Στέγης Γραμμάτων και τεχνών. Είναι η επιβεβαίωση και η απογείωση μιας ομάδας που εδώ και πάνω από δέκα χρόνια με αφετηρία το θέατρο Αμόρε, φτιάχνουν κόσμους που ούτε καν έχεις σκεφτεί πηγαίνοντας πολλά επίπεδα παραπάνω διαχρονικά, κλασσικά, σπάνια κείμενα βάζοντας τον καθένα ηθοποιό στην κατάλληλη θέση στην σκηνή και την καρδιά σου. Κλισέ περιγραφή για έναν απρόβλεπτο συνδυασμό ανεξίτηλων ερμηνειών και σκηνοθετικών πανέξυπνων ιδεών. Ναι. Αλλά κι εκείνοι πάντα βάζουν στο μυαλό σου έντονες αντιθέσεις, χωρίς να σ αφήνουν σε ησυχία μετά το χειροκρότημα.

Δεν υπάρχει περίπτωση να βγεις από παράσταση του Μοσχόπουλου και να μην την έχεις στο κεφάλι σου για περισσότερο καιρό απ’ ότι συμβαίνει συνήθως με θεατρικά έργα που ζουν και πεθαίνουν μπροστά σε μια πλατεία κι έναν εξώστη. Κανένας από εκείνους που καθοδηγούνται από τον συγκεκριμένο σκηνοθέτη -ούτε καν ο ίδιος- δε φώναξε ποτέ για το μέγεθος του ταλέντου του πέφτοντας σε ματαιόδοξες φλυαρίες.

Στο πιο καταραμένο έργο του Oυίλιαμ Σαίξπηρ επέλεξε μία όχι και τόσο εύκολη μετάφραση, επιβλητικά σκηνικά και δεν έπεσε στην παγίδα της μεγάλης ηλικίας του πρωταγωνιστή. Υπνώτισε την Λαίδη του με χιτσοκικές «ενέσεις» στοίχειωσε τον Μαμπέθ με εγκυμονούσες κι εφιαλτικές μοίρες και ανάμεσα σε στρατιωτικά νοσοκομειακά κρεβάτια, κινηματογραφικά καρέ και στοιχεία 40’s εποχής χώρεσε όλες τις αδηφάγες,εμμονικές σχεδόν αρρωστημένες ψυχώσεις των ηρώων του για εξουσία που καταλήγουν να τροφοδοτούνται από ορούς και να καθοδηγούνται από ψυχωτικούς εγκεφάλους. Και μπορεί οι βιντεοπροβολές να χρησιμοποιούνται παραπάνω απ’ όσο θα πρεπε, αφού κάποιες στιγμές γίνονται πιο αδύναμες, αλλά τα πάντα είναι τόσο εκνευριστικά προσεγμένα που ότι αρνητικό πας να του προσάψεις διαγράφεται.

Το δίδυμο των Αργύρη Ξάφη και Άννα Μάσχα στους δύο κεντρικούς ρόλους αποδεικνύουν πόσο μεγάλη κλάση και αριστουρηματική τεχνική μπορεί να έχουν δύο ηθοποιοί οι οποίοι όλα αυτά τα χρόνια δεν έχουν διαλέξει ποτέ ευκολίες και αρπαχτές. Ισορροπούν στα άκρα, έχουν άψογη άρθρωση και καθαρότητα στο λόγο τους. Έυθραυστοι και ταυτόχρονα δυναμικοί έχουν κληθεί να χειριστούν δύσκολα κείμενα και ψυχοσυνθέσεις με ισορροπίες υπερβολικά λεπτές μεταξύ λογικής και τρέλας λουσμένες από πάνω μέχρι κάτω με αίμα και καταφέρνουν να φτάσουν στην κορύφωση της ερμηνευτικής τους δεινότητας.

Η Ξένια Καλογεροπούλου σε συγκινεί κάνοντας αισθητη την παρουσία της με ένα διακριτικό και δυνατό παράλληλα παίξιμο, ενώ ο Θάνος Τοκάκης με τον Γιώργο Χρυσσοστόμου είναι οι δυναμίτες αυτής της σαιξπηρικής επιχείρησης, οι οποιοι ξεκινούν χωρίς εξάρσεις για να σου τινάξουν στον αέρα όλα όσα βράζουν μέσα τους από τη στιγμή που πατούν την αιματοβαμένη σκηνή. Μέχρι και ο τελευταίος άνθρωπος πάνω σ’ αυτή τη σκηνή φαίνεται από χιλιόμετρα πόσο έχει δουλέψει ακόμα κι αν λέει μία ατάκα σ’ όλο το έργο. Το παιχνίδι των σκηνικών σου δείχνει πόσο εύκολο είναι να ανεβάσεις κάτι ιερό, όπως ένα έργο σαν τον Μάκμπεθ, κάνοντας τον θεατή να νομίζει ότι βρίσκεται σε κάποια ευρωπαική παραγωγή. Ο Μάκμπεθ σκότωσε τον ύπνο μιας ζωής που είναι κατακόκκινο όνειρο. Κι η dream team του Μοσχόπουλου φροντίζει να μην επανέλθει σύντομα.

Κική Παπαδοπούλου