«Η Παρέλαση» της Λούλας Αναγνωστάκη παρουσιάζεται στο Θέατρο του Νέου Κόσμου σε σκηνοθεσία του Ένκε Φεζολλάρι με τον Μάνο Καρατζογιάννη και τη Βασιλική Τρουφάκου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους.
Στο έργο δυο αδέρφια, η Ζωή και ο Άρης ζουν απομονωμένα από τον έξω κόσμο με μόνη επαφή με την πόλη και τους ανθρώπους ένα «παράθυρο». Η ιδέα της παρέλασης που θα λάβει χώρα κάτω από το σπίτι τους, φαντάζει ως η μοναδική διέξοδος από τη ρουτίνα της καθημερινότητας, καθώς παρακολουθούν την έναρξη, την απρόσμενη εξέλιξη και την αποτρόπαια έκβασή της.
Το να ανεβάσει κάποιος το συγκεκριμένο έργο στο θεατρικό σανίδι είναι από μόνο του εξαιρετικά δύσκολο, καθώς το έργο της Αναγνωστάκη είναι πέρα για πέρα αλληγορικό, δυσπρόσιτο, σχεδόν ασφυκτικό. Και όμως ο Ένκε Φεζολλάρι επέλεξε την «Παρέλαση» για το σκηνοθετικό του ντεμπούτο - ίσως εξαιτίας της δεδηλωμένης του λατρείας στην εν λόγω συγγραφέα- και μετέφερε εύστοχα την παράσταση στο σήμερα δίνοντάς της κοινωνικοπολιτικές προεκτάσεις και τοποθετώντας την σ’ ένα καφκικό σύμπαν. Ζητήματα εθνικής ταυτότητας, το μεταναστευτικό ζήτημα, η θέση του ανθρώπου στο κοινωνικό σύνολο και στα κοινά και ο τρόπος που το εξωτερικό περιβάλλον βομβαρδίζει καθημερινά τις ζωές μας αναμειγνύονται στη σκηνοθετική του προσέγγιση και «κολλούν» στον τοίχο το σύγχρονο θεατή. Αν εξαιρέσουμε λοιπόν κάποια μικρά αταίριαστα σκηνοθετικά τεχνάσματα – κυρίως στην αμήχανη εισαγωγή της παράστασης- ο Φεζολλάρι κέντησε με δεξιοτεχνία το μονόπρακτο αυτό.
Από την πρώτη στιγμή της παράστασης υποβληθήκαμε στο έντονα φορτισμένο βαρύ κλίμα της και νιώσαμε και εμείς έγκλειστοι στον κόσμο των δύο ηρώων. Ο Μάνος Καρατζογιάννης και η Βασιλική Τρουφάκου έδωσαν συγκλονιστικές ερμηνείες στους ρόλους των δύο αδελφών. Ερμηνευτική έκπληξη η ανερχόμενη Τρουφάκου που μας καθήλωσε με την εκφραστικότητα του έντονου βλέμματός της, τη φωνή και την κίνησή της. Στα ίδια επίπεδα κινήθηκε και η ερμηνεία του Καρατζογιάννη στο ρόλο του ψυχωτικού, ανισόρροπου και ψυχικά εξαρτημένου από την αδελφή του, Άρη.
Πολύ λειτουργικό το σκηνικό της Δάφνης Κούτρα, που απαρτιζόταν από ένα κόκκινο χαλί, δύο σκαλιά στο βάθος της σκηνής, δύο παραδοσιακές στολές και ένα πηλίκιο στον τοίχο. Παρ’όλη την απλότητά τους, τα αντικείμενα αυτά κουβαλούσαν το βάρος των συμβόλων γύρω από τα οποία περιστρεφόταν όλη η παράσταση.
Τελικά από την παράσταση φεύγει κανείς έχοντας ανάμεικτα συναισθήματα για το τι είδε και το τι ένιωσε. Αυτό που σίγουρα ωστόσο ισχύει είναι τα λόγια του ίδιου του σκηνοθέτη ότι «(ανα)βιώνουμε την προσωπική μας εξορία και ... παρελαύνουμε στη δύση της Δύσης».
Γεωργία Οικονόμου, Κική Παπαδοπούλου