Είδαμε Sylvie Guillem στο Ηρώδειο. Ένα ιερό τέρας μονομαχεί με το χρόνο..

21.07.2011
Η Sylvie Guillem είναι από εκείνες τις περιπτώσεις χορευτριών που δύσκολα τις αγγίζεις για να την κριτικάρεις ακόμα κι αν είσαι ειδικός και ξέρεις ν’ αναγνωρίζεις όλες τις τεχνικές. Βρέθηκε "6.000 μίλια μακριά" κι επανήλθε σε ελληνική σκηνή 46 χρονών πλέον αλλά χωρίς να έχει χάσει καμία σταγόνα από το ταλέντο να γεμίζει τη σκηνή ακόμα και με μία απλή κίνηση του χεριού. Είναι

Η Sylvie Guillem είναι από εκείνες τις περιπτώσεις χορευτριών που δύσκολα τις αγγίζεις για να την κριτικάρεις ακόμα κι αν είσαι ειδικός και ξέρεις ν’ αναγνωρίζεις όλες τις τεχνικές. Βρέθηκε "6.000 μίλια μακριά" κι επανήλθε σε ελληνική σκηνή 46 χρονών πλέον αλλά χωρίς να έχει χάσει καμία σταγόνα από το ταλέντο της να σ εντυπωσιάζει ακόμα και με μία απλή κίνηση του χεριού. Είναι αναπόφευκτο μία γυναίκα που συγκαταλέγεται μέσα στις ιδιοφυίες του χορού και αναφέρεται πάντα ως παράδειγμα σε μαθήματα νέων χορευτών να δεχτεί κριτική μέχρι και για την πιο μικρή λεπτομέρεια .Ταυτόχρονα βέβαια είναι άδικο να μην αναγνωρίζεται η προσπάθεια ότι καταφέρνει να πατάει αξιοπρεπώς τη σκηνή.

Η πρεμιέρα της καινούριας παράστασης της έγινε σ’ ένα Ηρώδειο περικυκλωμένο από πολύ υψηλές θερμοκρασίες και γεμάτο από κόσμο με ανάλογο εξοπλισμό να τις ρίξει. Ίσως η τελευταία της περιοδεία χωρίζεται σε τρία μέρη μ εκείνη να συμμετέχει στο πρώτο (Rearray) μαζί με τον Nicolas Le Riche, τους Aurelie Cayla και Kenta Kojiri στο δεύτερο (27’ 52’’) και την Guillem να κάνει το σόλο της στο τρίτο ("Ajö").

Το "Rearray" με τη Guillem και τον Le Riche μας προκάλεσε σε όλους μία μικρή αμηχανία χωρίς να ξέρουμε αν φταίει η μουσική που σε αρκετούς προκάλεσε εκνευρισμό ή η χορογραφία που δεν σε βοηθούσε να την κρατήσεις και μετά το τέλος της. Ενώ και οι δύο ήταν άψογοι τεχνικά , αυτό που έβγαινε ήταν άνευρο και θύμιζε περισσότερο πρόβα παρά κομμάτι παράστασης κάτι που φάνηκε και στην αντίδραση του κόσμου που καθυστέρησε αρκετά να χειροκροτήσει μόλις τελείωσε. Ίσως φταίνε οι μεγάλες προσδοκίες, οι οποίες πάντα την ακολουθούν κι ότι σ’ έναν τέτοιο χώρο περιμέναμε κάτι πιο εντυπωσιακό.

Με το που ξεκίνησε το "27’52’’" όλα ηλεκτρίστηκαν. Ήταν σαν να σου έκανε κάποιος ηλεκτροσόκ, σε κράτησε ακίνητο στην καρέκλα και σε καθήλωσε να κοιτάς αποσβολωμένος την Aureile Cayla και τον Kenta Kojiri. Ακόμα και η παραμικρή κίνηση τους ήταν συγχρονισμένη με την επιβλητική ηλεκτρονική μουσική του Dirk Haubrich, η οποία είναι βασισμένη σε δύο μουσικά θέματα του Gustav Mahler, ήταν τόσο εκφραστικοί σε σημείο που νόμιζες ότι κι εκείνοι που κάθονταν στην τελευταία κερκίδα θα καταλαβαίνουν τις εκφράσεις τους με μία εκπληκτική χημεία μεταξύ τους και γέμισαν με τα ημίγυμνα σώματα τους τη λιτή σκηνή.

Όταν κρύβονται κάτω από τους τεράστιους γκρι τάπητες και κλείνουν τα φώτα, η σκηνή ανήκει αποκλειστική στη Sylvie Guillem για το αποχαιρετιστήριο σόλο της. Στο κέντρο βρίσκεται ένα ορθογώνιο video wall με την κάμερα να κάνει κοντινό στο πρόσωπο της για να ξεμακρύνει σιγά και να φανεί η φιγούρα της στις πραγματικές διαστάσεις της. Τότε είναι που η αληθινή Guillem ξεκινάει να χορέυει ντυμένη σαν μικρό κορίτσι σε κύκλους και τετράγωνα που σχηματίζουν οι προβολείς στο πάτωμα και έχοντας άμεση επαφή με τα visuals που πότε είναι η προβολή του εαυτού της και πότε κόσμος που στέκεται να τη δει (ακόμα κι ένας σκύλος).

Τo Ajo(Bye) είναι κάτα κάποιο τρόπο ένα παιχνίδι ενηλικίωσης που σταδιακά μεταμορφώνει τη Guillem και παρακολουθείς ένα "ιερό τέρας" σε μονομαχία με τον χρόνο. Με την καθοδήγηση του Mats Ek και τις μουσικές του Ludwig Beethoven ("Σονάτα για πιάνο έργο 111, Arietta") να βρίσκονται στα πόδια της, μπορεί κάποιες στιγμές να επαναλαμβάνει κινήσεις άλλων έργων της αλλά τη θαυμάζεις τρομερά όταν τη βλέπεις μετά από τόσα χρόνια να την κατακλύζει ένα υπέρμετρο πάθος γι’ αυτό που κάνει, να έχει τόσο ενέργεια και να μη σου δίνει απλά μία αρπαχτή όπως θα μπορούσε άνετα να κάνει. Και μπορεί να πρόκειται για σόλο αλλά στο τέλος επιστρέφει στην αρχή και χάνεται σ' ένα πλήθος κόσμου..

Κική Παπαδοπούλου