Τότε που η λέξη «γραφίστας» απέπνεε ακόμη εξωτισμό, ο Μιχάλης Κατζουράκης υπήρξε πρωτοπόρος και θεμελιωτής αυτού που θα ονομάζαμε ελληνικό στυλ. Αποδεικτικό του ελεύθερου πνεύματος του επίσης εξαιρετικού γλύπτη και ζωγράφου είναι ότι, μιλώντας στο Homme, δεν νοστάλγησε καθόλου τις εποχές όπου η γραφιστική σήμαινε μια χειροποίητη εργασία.
Η πορεία σας, που οδήγησε στην καταξίωση στην Αθήνα, ξεκίνησε με σπουδές στο Παρίσι το 1951...
Με ενδιέφερε πολύ η ζωγραφική. Αλλά στο Παρίσι ξεκίνησα να σπουδάζω Αρχιτεκτονική, στη Σχολή Καλών Τεχνών. Πήγα στη σχολή ένα μήνα και έφυγα. Ημουν πολύ μικρός και, εντέλει, δεν ήταν και το αντικείμενο που με ενδιέφερε. Κατέληξα στη σχολή του Paul Colin, που ήταν ένας διάσημος σχεδιαστής αφίσας. Εκεί, μαζί με αφίσα, έκανα πολλές ώρες ελεύθερο σχέδιο. Αφού γύρισα στην Αθήνα, άρχισα να ασχολούμαι με τις γραφικές τέχνες με τον Φρέντι Κάραμποτ, που είχε ήδη ένα γνωστό γραφείο σχεδιασμού αφισών και εντύπων. Μαζί, αργότερα δημιουργήσαμε τη διαφημιστική εταιρεία Κ+Κ, με πολλές επιτυχίες.
Και πώς προκύπτει η ενασχόλησή σας με τον τουρισμό και την τουριστική αφίσα, στην οποία είχατε και διεθνείς διακρίσεις;
Ημασταν καλλιτεχνικοί σύμβουλοι στον Οργανισμό Τουρισμού από το ’59 ώς το ’67. Υπεύθυνη για την τουριστική προβολή της Ελλάδας τότε ήταν η Φανή Λαμπαδαρίου, η οποία ζήτησε απόλυτη ελευθερία κινήσεων, για να γίνουν πράγματα πιο σύγχρονα και φρέσκα. Ετσι, σχημάτισε μια καλλιτεχνική επιτροπή με μέλη τον Φρέντι Κάραμποτ, εμένα, τη Μάτση Χατζηλαζάρου -πολύ καλή ποιήτρια- και τον Κώστα Δημητριάδη, υπάλληλο του Ε.Ο.Τ. Η επιτροπή επέλεγε διεθνείς καμπάνιες, αλλά συγχρόνως εμείς οι δυο σχεδιάζαμε αφίσες και έντυπα για την προβολή της Ελλάδος στο εξωτερικό. Από αυτήν την εργασία προέκυψαν και οι διακρίσεις μας για τις αφίσες αλλά και η βράβευση του Ε.Ο.Τ. για την καλύτερη διεθνή διαφημιστική καμπάνια, το 1963.
Ποιες ήταν οι τεχνικές που χρησιμοποιούσατε τότε;
Δεν είχαν καμία σχέση με αυτά που γίνονται τώρα. Δουλεύαμε με τον παραδοσιακό τρόπο: Φωτογραφίζαμε αντικείμενα, κάναμε φωτομοντάζ και ζωγραφική. Για τους τίτλους κολλούσαμε τα γράμματα ένα ένα. Κάναμε μεγάλες προσπάθειες για να μπορέσουμε να έχουμε τα τυπογραφικά στοιχεία που μας άρεσαν, και τα οποία δεν υπήρχαν στην Ελλάδα τότε. Θυμάμαι, ας πούμε, ότι οι Κυπριακές Γραμμές, η αεροπορική εταιρεία, είχαν σχεδιάσει στην Αγγλία την πρώτη γραμματοσειρά Helvetica στα ελληνικά. Εμείς, για να τη μεταχειριστούμε, τη φωτογραφίζαμε από το μανιουάλ, κόβαμε τα γράμματα ένα ένα και τα κολλούσαμε πάλι ένα ένα. Εντελώς χειροποίητα δηλαδή!
Ηταν πιο ρομαντική εποχή τότε;
Στη δεκαετία του 1960 υπήρχε ένας ενθουσιασμός, μια προοπτική. Υπήρχε μια δημιουργική ελευθερία και κάναμε πράγματα αρκετά τολμηρά για την ελληνική πραγματικότητα. Θυμάμαι ότι είχα μεταχειριστεί ένα έντονο κόκκινο, που ήταν χρώμα προκλητικό εκείνη την εποχή λόγω των πολιτικών προκαταλήψεων. Αλλά το χρώμα μου άρεσε. Και έβαλα ένα αρχαϊκό άγαλμα πάνω σε ένα κόκκινο φόντο.
Πιστεύετε ότι η παρέμβαση των μηχανών αφαιρεί στις μέρες μας το πάθος και το μεράκι από τη γραφιστική;
Δεν νομίζω. Το θέμα είναι πώς εκφράζεται ο κάθε καλλιτέχνης. Τα όποια μέσα χρησιμοποιεί κάποιος είναι μέσα έκφρασης. Και σήμερα, υπάρχουν πλέον και νέα μέσα. Η μηχανή ή το κομπιούτερ είναι μέσον, δεν είναι αυτοσκοπός. Ισα ίσα, απελευθερώνει τεράστιες δυνατότητες. Δεν νομίζω ότι βλάπτει σε τίποτα. Δηλαδή, προσωπικά, ζωγράφιζω, κάνω κατασκευές με διάφορα ετερόκλητα υλικά, αλλά έχω κάνει και πολλαπλά που, αφού σχεδίασα, κατασκευάστηκαν με βιομηχανικό τρόπο, σε εργοστάσιο, χωρίς καμία ανθρώπινη επέμβαση. Δεν πρέπει να μας απασχολεί το μέσον. Η Τέχνη ακολουθεί και μεταχειρίζεται τις δυνατότητες της εποχής της. Οι καλλιτέχνες ζούνε μέσα σε ένα περιβάλλον, δεν είναι αποξενωμένοι. Κάποιος μπορεί να δημιουργεί με τα χέρια του και ο άλλος με ψηφιακά μέσα. Αυτό δεν σημαίνει ότι ένα έργο είναι υποχρεωτικά καλύτερο από το άλλο.
Υπάρχει, δηλαδή, στις μέρες μας χώρος για χειροποίητη δημιουργία;
Φυσικά υπάρχει. Δεν μειώνει η τεχνική το έργο της Τέχνης!
Συνέντευξη στον Θανάση Διαμαντόπουλο