Διάβασα την Πράσινη Πόρτα απνευστί και θέλησα να γνωρίσω τον συγγραφέα της. Ετσι, συναντηθήκα με τον Δημήτρη Σωτάκη στη Στοά του Βιβλίου. Ευχάριστη για μένα έκπληξη ήταν ότι μία τυπική συνέντευξη εξελίχθηκε σε μία ζεστή τρίωρη κουβέντα. Φωτο: Αθηνά Κουτσούκη
Για τον Δημήτρη, ο σουρεαλισμός είναι η σωτηρία του, γιατί έτσι ξεφεύγει από την ανία της καθημερινότητας. Μοιράζει το χρόνο του ανάμεσα στο γράψιμο και τη μουσική. Γι' αυτόν, η λογοτεχνία δεν είναι μόνο έμπνευση και καλή αίσθηση της γραφής, αλλά και δουλειά, καθημερινή ενασχόληση. Γράφει συνέχεια "για να κρατιέται σε φόρμα". Το πρώτο του ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, "το Σπίτι" το έγραψε το καλοκαίρι του 1994 και είχε την τύχη να εκδοθεί αμέσως από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Γι' αυτόν ό,τι κάνουμε στη ζωή μας είναι ένα παραμύθι. Ή πιστεύουμε σ΄ αυτό και το ακολουθούμε ή πάμε αλλού. Κι αυτός επέλεξε το δύσκολο δρόμο της λογοτεχνίας.
Γιατί επέλεξες το Λονδίνο ως το μυθιστορηματικό τόπο στην "Πράσινη Πόρτα";
Εχω ζήσει πολύ στο Λονδίνο. Στο σπίτι - στο ανατολικό Λονδίνο- που μένει ο ήρωας του βιβλίου μου, έμενα εγώ. Επέλεξα την πόλη αυτή γιατί ενδείκνυται ως μοναχική. Εκεί βρίσκεις ανθρώπους που κρύβονται πίσω από μία πόρτα και δεν ξέρεις τι γίνεται πίσω απ' αυτή. Η μοναξιά είναι τεράστια. Από την άλλη πλευρά, είδα πολλούς Αγγλους με εμμονές, σαν τον Ρότζερ Σμιθ. Εντόπισα ανθρώπους που σπαταλούσαν την ζωή τους για μία εμμονή. Για παράδειγμα, ήταν ένας τύπος γύρω στα 45 από τη μέρα που έφτασα εκεί μέχρι τη μέρα που έφυγα -μετά από 4 μήνες- ήταν κάτω από ένα παλιό τζιπ και το επισκεύαζε, χωρίς καμία ελπίδα επισκευής αφού το τζιπ ήταν μουσειακό. Υπήρχε και ένας άλλος τύπος που συνέχεια ψάρευε. Επιανε ψάρια και τα ξαναπετούσε μέσα στη λίμνη.
Φοβάσαι τη μοναξιά;
Πιστεύω ότι οι όλοι άνθρωποι είναι μόνοι τους. Προσωπικά αποζητώ τη μοναξιά για να γράψω. Θεωρώ ότι οι άνθρωποι μπορούν να μεγαλουργήσουν στην μοναξιά τους. Όχι, δεν φοβάμαι τη μοναξιά του ήρωα μου, γιατί μπορώ και επιλέγω πότε θέλω να μείνω μόνος μου. Γενικά, όμως, είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητος με τους ανθρώπους που είναι μόνοι. Από τη μία το θεωρώ τρομακτικό, αλλά και δημιουργικό στη δική μου περίπτωση,
Ποια είναι η δική σου πράσινη πόρτα;
Ισως η μοναδική φοβία είναι το να μην με αγαπούν. Μου αρέσει να με αγαπούν. Οσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο το φοβάμαι.
Ποια είναι η σχέση σου με το θάνατο;
Τον θάνατο τον ξεπέρασα. Κάποτε με απασχολούσε συνέχεια, τώρα όμως πιστεύω ότι δεν υπάρχει. Δεν πεθαίνουμε. Νομίζω ότι όταν ένας άνθρωπος "πεθαίνει" δεν έχει συνείδηση του θανάτου του, οπότε δεν πεθαίνει ποτέ. Ζούμε σε έναν κόσμο που είναι καθρέφτης για εμάς και που δεν τελειώνει ποτέ. Μπορεί να τελειώσει κάποιος στον κόσμο του άλλου, στον δικό του κόσμο όμως δεν τελειώνει ποτέ.
Και η σχέση σου με τον έρωτα;
Πιστεύω ότι οι άνθρωποι αντιμετωπίζουν την ερωτική ζωή πολύπλοκα. Όλα πρέπει να είναι πιο απλά και αληθινά χωρίς να τραβάμε από τα μαλλιά τις καταστάσεις. Ο έρωτας ουσιαστικά είναι μία αντανάκλαση αυτού που θες, όχι αυτού που πραγματικά είναι. Βλέπω κάποιον, όπως θέλω εγώ να σε δω. Αυτό που έλεγε ο Πεσσόα: ότι δηλαδή ο έρωτας είναι κάτι εντελώς αυνανιστικό, γιατί ζητώ να πάρω αυτό που θέλω... Και η τέχνη όπως και ο έρωτας έχει να κάνει με την πρόθεση. Αυτό είναι το πιο απλό αλλά και το πιο δύσκολο.
Στην Πράσινη Πόρτα ιδιαίτερα στο τέλος δημιουργείς την εντύπωση ότι κινείσαι στα όρια του ρεαλισμού με τον υπερρεαλισμό. Τελικά πως θα χαρακτήριζες το βιβλίο σου;
Το βιβλίο κινείται σε δυο επίπεδα. Ενώ αρχίζει πολύ γήινα και ο ήρωας επιβιβάζεται στο λεωφορείο και κάνει τελείως καθημερινά πράγματα, απ' την άλλη πολλά τον συνδέουν με κάτι μεταφυσικό, όπως όταν υποθέτει ότι υπάρχουν εξωγήινοι πίσω από την πόρτα. Είναι σαν ένα τέλος που έρχεται και αυτός το βλέπει και γι' αυτό μου δημιουργήθηκε το δίλημμα αν θα έπρεπε να τον σώσω τον ήρωα ή να τον ρίξω στον γκρεμό. Έπρεπε να τον τελειώσω, γιατί αυτό ζητούσε ... πήγαινε γυρεύοντας. Πιστεύω ότι το βιβλίο μου είναι φαινομενικά ρεαλιστικό, αλλά στην ουσία όλο κινείται σε μία σφαίρα μη πραγματική.
Η Πράσινη Πόρτα κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Μεταίχμιο. Καντε κλικ εδώ για την παρουσίαση του βιβλίου
Διάβασα την Πράσινη Πόρτα (εκδόσεις Μεταίχμιο) απνευστί και θέλησα να γνωρίσω τον συγγραφέα της. Ετσι, συναντηθήκα με τον Δημήτρη Σωτάκη στη Στοά του Βιβλίου. Ευχάριστη και απρόσμενη για μένα έκπληξη ήταν ότι μία τυπική συνέντευξη εξελίχθηκε σε μία ζεστή τρίωρη κουβέντα.