Ένας από τους διαιτητικούς παράγοντες που θεωρείται σήμερα ότι συνεισφέρει μέγιστα στην προστασία του ανθρώπου από καρκίνο του παχέος εντέρου και όχι μόνο, είναι η επαρκής πρόσληψη φυτικών ινών.
Δεκάδες μελέτες τεκμηριώνουν τη θέση αυτή, δικαιολογώντας τη προστατευτική δράση των φυτικών ινών στην ικανότητα που έχουν να δεσμεύουν τα χολικά οξέα.
Η μεγάλη συγκέντρωση των χολικών οξέων στις εκκρίσεις, ως αποτέλεσμα της διατροφής «Δυτικού τύπου» (που αφορά στη μεγάλη κατανάλωση ζωικών τροφίμων πλούσιων σε λιπαρά), οδηγεί σε αυξημένο ρίσκο καρκινογένεσης.
Εκεί λοιπόν έρχονται να ασκήσουν το προστατευτικό τους ρόλο οι φυτικές ίνες, δημιουργώντας «δεσμούς» με τα χολικά οξέα.
Ως φυτικές ίνες, ορίζονται επιστημονικά οι μη αμυλώδεις πολυσακχαρίτες και χωρίζονται σε δύο μεγάλες κατηγορίες: τις διαλυτές και τις αδιάλυτες.
Διαλυτές Φυτικές Ίνες υπάρχουν στη βρώμη, στους ξηρούς καρπούς, στα όσπρια, στη σάρκα των φρούτων και στα λαχανικά. Αυτού του είδους οι ίνες, συμβάλλουν υπό προϋποθέσεις στη μείωση της χοληστερόλης, αλλά και στην ικανοποιητική διαχείριση των επιπέδων σακχάρου στον οργανισμό.
Αδιάλυτες Φυτικές Ίνες υπάρχουν στο πίτουρο, στα ανεπεξέργαστα δημητριακά, στα λαχανικά και στις φλούδες των φρούτων. Οι αδιάλυτες φυτικές ίνες διευκολύνουν τη λειτουργία του πεπτικού συστήματος.
Η βρώμη αποτελεί μια εξαιρετική πηγή και των 2 κατηγοριών φυτικών ινών, με αποτέλεσμα να είναι ευεργετική τόσο για το πεπτικό σύστημα, όσο και για τη μείωση της χοληστερόλης αλλά και τον έλεγχο των επιπέδων του σακχάρου.
Σε μια ισορροπημένη διατροφή, επιδίωξη πρέπει να αποτελεί η κατανάλωση τουλάχιστον 25 γρ. φυτικών ινών καθημερινά (βλέπε Πίνακα)