Από τη ΣΙΣΣΥ ΜΕΝΕΓΑΤΟΥ
«Λόγια κλειδωμένα» ήταν για τον Βασίλη Παϊτέρη μια ανάμνηση που του ματώνει την καρδιά όταν την ξαναφέρνει στο μυαλό του. Τις μέρες των Αγίων Παθών ο τραγουδιστής θυμάται το δυστύχημα που σημάδεψε τη ζωή του και για πρώτη φορά ξεκλειδώνει την ψυχή του και μιλάει γι αυτό στο ΛΟΙΠΟΝ.Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή του ανθρώπου που ο χρόνος σταματάει, η καρδιά ραγίζει και τα μάτια γεμίζουν δάκρυα. Αυτό συνέβη και όταν συνάντησα τον Βασίλη Παϊτέρη, στην ολοκαίνουργια δική του μουσική σκηνή, την μπουάτ «ΠΑΕΙ ΤΕΡΙ», στην περιοχή του Φιξ, και μου άνοιξε την καρδιά του. Μου μίλησε για μια πληγή που ακόμα αιμορραγεί και τον πονάει
«Ήταν πριν από 12 χρόνια», μου είπε, προσπαθώντας να μη βουρκώσει, αλλά δεν τα κατάφερε... «Είχα σχολάσει από το νυχτερινό κέντρο που τραγουδούσα τότε στη Νίκαια. Το κρύο ήταν τσουχτερό και ψιλόβρεχε. Γύρω στις πέντε το πρωί οδηγούσα το αυτοκίνητό μου. Μόλις είχα περάσει τη γέφυρα στο νεκροταφείο της περιοχής, όταν είδα ένα αυτοκίνητο να έχει ανάψει τα αλάρμ και 5-6 μικρά τσιγγανόπουλα, παιδιά των φαναριών, να είναι μαζεμένα γύρω γύρω. Σταμάτησα λίγο πριν το αυτοκίνητο φύγει, ενώ τα παιδάκια ήταν σοκαρισμένα και έκλαιγαν. Βγήκα από το αυτοκίνητο μου και ένα από αυτά κλαίγοντας με λυγμούς μου είπε πως αυτός που έφυγε χτύπησε το αδερφάκι του και το πήρε να το πάει στο νοσοκομείο. Μπήκα σαν τρελός στο αυτοκίνητό μου και κατάφερα να τον προλάβω. Έφτασα έξω από το Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας και σταμάτησα. Βγήκα έξω για να δω πώς ήταν το παιδί και τότε έζησα το χειρότερο εφιάλτη της ζωής μου».
Κόμπιασε, ήπιε λίγο νερό και προσπάθησε να κρύψει τα δάκρυά του. Είναι μία από αυτές τις περιπέτειες της ζωής που τον πονάει πολύ και τον σημάδεψε για πάντα.
«Όσα χρόνια και αν περάσουν δεν θα ξεχάσω τη σκηνή που είδα», συνέχισε ο Βασίλης Παϊτέρης, «ο οδηγός για να μην τον αποκαλέσω αλλιώς έβγαλε από το πορτμπαγκάζ το καταματωμένο άψυχο κορμάκι του εξάχρονου Δημητράκη. Για δευτερόλεπτα έμεινα άφωνος, όταν είδα να βγάζει το παιδάκι από το πορτμπαγκάζ σαν να ήταν ένα τσουβάλι πατάτες. Μου ήρθε το αίμα στο κεφάλι. Θόλωσα. Αν δεν ήταν κάποιοι εκεί κοντά να με σταματήσουν, δεν ξέρω κι εγώ τι θα είχα κάνει σε αυτόν τον άνθρωπο. Άρχισα να τον χτυπάω και να ουρλιάζω γεμάτος οργή: Δεν φτάνει που χτύπησες το παιδί, φοβήθηκες μη σου λερώσει τα καθίσματα; Τι άνθρωπος είσαι εσύ και το έβαλες στο πορτμπαγκάζ;. Δυστυχώς, όλα είχαν τελειώσει για τον Δημητράκη εκείνη την παγωμένη νύχτα στην άσφαλτο που βγήκε να ζητιανέψει. Έπαθα σοκ».
Αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια, ο Βασίλης Παϊτέρης δεν ξεχνάει τον Δημητράκη. Πηγαίνει και του ανάβει ένα κεράκι, ειδικά τη Μεγάλη Εβδομάδα, και προσπαθεί να κάνει ό,τι περνάει από το χέρι του για να βοηθήσει τα αδέρφια του τους τσιγγάνους.
«Όλα άλλαξαν μέσα μου από εκείνη τη νύχτα. Τότε ήμουν πρώτο όνομα με τα Λόγια κλειδωμένα, όλοι με ζητούσαν στα μαγαζιά τους. Αυτό το δυστύχημα, όμως, με έκανε να μελαγχολήσω. Για δύο χρόνια δεν μπορούσα να δουλέψω. Δεν μπορούσα να τραγουδήσω. Στη σκέψη μου υπήρχε πάντα το καταματωμένο κορμάκι του μικρού Δημητράκη στο πορτμπαγκάζ του αυτοκινήτου. Τότε κατάλαβα για άλλη μια φορά, με τον πιο σκληρό τρόπο, τι σημαίνει να είσαι τσιγγάνος, αποδιωγμένος από παντού. Μέχρι τότε εγώ ήμουν λίγο πιο τυχερός. Δεν είχα ζήσει σε σκηνή. Μεγάλωσα σε μια παραγκούλα στη Δραπετσώνα, όπου, όταν έβρεχε, βάζαμε τενεκεδάκια για να πέφτει το νερό από τη σκεπή. Δεν είχα φανταστεί πόση εξαθλίωση υπήρχε στη φυλή μου. Ότι ζούσαν χωρίς κουβέρτες, χωρίς νερό και φαγητό. Από τότε ήρθα πιο κοντά τους. Πήγα στις σκηνές, μίλησα μαζί τους. Άρχισα να κάνω ό,τι μπορώ για να τους βοηθήσω. Δυστυχώς, ο ρατσισμός από τον κόσμο προς τους τσιγγάνους υπάρχει μέχρι σήμερα και η πολιτεία δεν κάνει τίποτα για αυτούς τους ανθρώπους. Σαν τον Δημητράκη υπάρχουν χιλιάδες τσιγγανόπουλα στα φανάρια. Ματώνει η ψυχή μου κάθε φορά που τα βλέπω.
Ακόμα και όταν αποφάσισα να βάλω υποψηφιότητα για βουλευτής, το έκανα για να μπορέσω να βοηθήσω τη φυλή μου. Δεν με ενδιαφέρουν τα λεφτά και τα αξιώματα. Πρέπει να δημιουργηθεί μια Γραμματεία Ελλήνων Τσιγγάνων, να καταγραφούν και να βοηθηθούν από την πολιτεία.
Είναι πάνω από 500.000 οι Έλληνες τσιγγάνοι. Και οι υπεύθυνοι του κράτους να μην πιπιλάνε την καραμέλα ότι οι ίδιοι θέλουν να ζουν έτσι. Κανένας δεν θέλει να ζει μέσα στη φτώχεια και την κακομοιριά. Εμένα με βοήθησε ο θεός να έχω μια καλή ζωή, αλλά ματώνει η ψυχή μου με όλα αυτά που βλέπω να συμβαίνουν ακόμα και σήμερα στη φυλή μου. Λες και δεν είναι άνθρωποι αυτοί. Γιατί;» κατέληξε ο Βασίλης Παϊτέρης και έσκυψε το κεφάλι για να μη δω ότι τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα!