Από τον Αλέξανδρο-Ρωμανό Λιζάρδο
Το πλατύ κοινό την γνώρισε και την αγάπησε ως Μαρίνα Κουντουράτου στους «Δύο ξένους». Πέρυσι, πάλι, μια μερίδα του κόσμου την αντιπάθησε για τη σκληρή κριτική της στο σόου «So you think you can dance». Η Εβελίνα Παπούλια έχει φανατικούς θαυμαστές, που την παρακολουθούν πιστά στο θέατρο και χειροκροτούν την τόλμη της σε λιγότερο εμπορικά μονοπάτια. Μια ηθοποιός που σπάνια δίνει συνεντεύξεις και μισεί τη δημοσιότητα.
Πέρυσι ήταν η χρονιά σου και δοκιμάστηκες σε ένα διαφορετικό «τηλεοπτικό» ρόλο, αυτόν του κριτή. Είναι τελικά ευκολότερο να κρίνεις ή να κρίνεσαι;
«Είναι πιο δύσκολο να κρίνεις. Το να σου ασκούν κριτική είναι κάτι που πρέπει να συνηθίσεις. Από την ημέρα της εκπαίδευσής σου οφείλεις να μάθεις να κρίνεσαι, αφού το επάγγελμά σου απαιτεί έκθεση».
Στο εξωτερικό στην υποκριτική περιλαμβάνονται ο χορός και το τραγούδι. Στην Ελλάδα αυτές οι τρεις έννοιες μοιάζουν ασύνδετες μεταξύ τους. Συμφωνείς;
«Συμφωνώ ως ένα βαθμό. Οι σχολές υποκριτικής διδάσκουν κινησιολογία στους ηθοποιούς. Όμως, τους εκπαιδεύουν και στο μπαλέτο, που κατά την άποψή μου είναι απαγορευτικό, επειδή ο κλασικός χορός μπορεί να σου δημιουργήσει ευκολότερα τραυματισμούς, αν δεν έχεις έλθει σε επαφή μαζί του από μικρή ηλικία. Υπάρχουν άλλα είδη χορού που μπορούν έναν ηθοποιό να τον φτάσουν σε ένα υψηλό επίπεδο αποφεύγοντας τους τραυματισμούς, όπως ο σύγχρονος χορός. Η κίνηση σε όσους δεν έχουν κάνει κλασικό χορό και ξεκινούν σε μεγαλύτερη ηλικία τον μοντέρνο μπορεί να τους οδηγήσει σε υψηλά αποτελέσματα. Το μιούζικαλ μπορεί να παντρέψει επιτυχώς και τις 3 τέχνες, όπως και το χοροθέατρο».
Η ελλιπής παιδεία στο χώρο των τεχνών μπορεί να καλυφθεί σε σημαντικό βαθμό από τα reality τεχνών;
«Όσον αφορά στο δικό μας reality, το So you think you can dance, επιλέξαμε έτοιμους χορευτές. Σε άλλα reality υπάρχει διαδικασία εκπαίδευσης και εκμάθησης. Στο χορό όμως, επειδή πρέπει να είσαι χρόνια εκπαιδευμένος, να είσαι σε ένα υψηλό επίπεδο ως χορευτής, δεν υπάρχει αυτή η πολυτέλεια του χρόνου. Στο χορευτή ο χρόνος είναι εναντίον του και όχι υπέρ του. Όσο νωρίτερα ξεκινήσει ο κάθε ενδιαφερόμενος να ασχολείται με το χορό, τόσο περισσότερο κέρδος θα έχει στη μετέπειτα πορεία του».
Θεωρείς ότι ο χορός είναι υποτιμημένος στην Ελλάδα;
«Υποτιμημένος δεν είναι σίγουρα από αυτούς που ξέρουν τι σημαίνει χορός. Γενικότερα, ο Έλληνας έχει μια τάση να υποτιμά ό,τι είναι δύσκολο να κατέχει. Ευτυχώς, η νεολαία αγαπάει το χορό και πιστεύω ότι εν καιρώ θα τον υποστηρίξει, γιατί δεν περιορίζεται μόνο στο σύγχρονο και κλασικό όπως νόμιζαν όλοι. Έχει πολλά είδη και πολλές εκφάνσεις».
Ξεκίνησες από το χώρο του μιούζικαλ ερχόμενη στην Ελλάδα από το εξωτερικό. Τα μοναδικά μιούζικαλ που έφταναν στις αθηναϊκές σκηνές ήταν οι παραγωγές της Αλίκης Βουγιουκλάκη. Από τότε μέχρι σήμερα έχουν αλλάξει τα πράγματα;
«Εγώ ξεκίνησα ως κλασική χορεύτρια. Αργότερα μεταπήδησα στο σύγχρονο και πήγα σε σχολή υποκριτικής, ασχολήθηκα με την τέχνη χορού της Μάρθα Γκράχαμ. Στη συνέχεια αποφάσισα να μάθω και τραγούδι, για να παντρέψω αυτές τις τέχνες και να μπορέσω να κάνω μιούζικαλ. Σίγουρα από εκείνη την εποχή με τις υπερπαραγωγές της Αλίκης τα πράγματα έχουν αλλάξει, επειδή και το μιούζικαλ εν γένει έχει αλλάξει. Πλέον ψάχνεται σε πιο δύσκολα μονοπάτια και οι κλασικές έχουν δώσει τη θέση τους σε underground παραστάσεις. Μια υπερπαραγωγή με γκόθικ διάθεση, για παράδειγμα, είναι Το φάντασμα της όπερας».
Η Βουγιουκλάκη βοήθησε στη γνωριμία του κοινού με το μιούζικαλ;
«Μετά την Αλίκη το μουσικό θέατρο πέρασε κάμψη».
Οι προσπάθειες να έρχονται μεγάλες παραγωγές από το εξωτερικό, όπως τα «Cats», «Chicago», «Jesus Christ Superstar», ανεβάζουν τον πήχη στις αναζητήσεις του Έλληνα θεατή;
«Θα ξεκινήσω παρατηρώντας το αποτέλεσμα: όλες αυτές οι παραστάσεις δεν πήγαν τόσο καλά εισπρακτικά ή έστω όσο αναμενόταν. Στην Ελλάδα παρουσιάζονται περισσότερο παραστάσεις που έχουν φθίνει στο εξωτερικό, κλασικές. Ο Έλληνας που παρακολουθεί μιούζικαλ και ταξιδεύει τις έχει δει στο εξωτερικό και δεν τον ενδιαφέρει να δει την ίδια παράσταση στην Αθήνα».
Μέσα στην τελευταία τριετία πολλές ελληνικές παραγωγές μιούζικαλ έφτασαν στο σανίδι. Θεωρείς ότι οι ηθοποιοί μας, που τώρα μαθαίνουν τη θεατρική συνύπαρξη χορού, μουσικής και υποκριτικής, μπορούν να σταθούν στη μιούζικαλ θεατρική ελληνική πραγματικότητα;
«Πιστεύω ότι σε όσους ηθοποιούς αρέσει το μιούζικαλ φροντίζουν να το υπηρετούν και εκπαιδεύονται ανάλογα. Οι ελληνικές παραγωγές έχουν να δείξουν καλά και μέτρια αποτελέσματα, ακόμα και κακά. Ποτέ σε μια παράσταση δεν μπορείς να τσουβαλιάσεις όλους τους ηθοποιούς. Κάποιοι ξεχωρίζουν λόγω παιδείας».
Φέτος περιμένουμε τη θεατρική μεταφορά των «Παραγωγών» και της «Εβίτα». Τα επιτελεία είναι αντιφατικά. Ένας ηθοποιός που ίσως δεν είναι ακόμα έτοιμος για μιούζικαλ μπορεί να σωθεί αν ενταχθεί σωστά και δέσει με το σύνολο κάποιας παράστασης;
«Ανάλογα με το ρόλο».
Αλήθεια, γιατί απέχεις περίπου δύο χρόνια από το θέατρο;
«Δεν θέλω να μπω στη διαδικασία να κάνω κάτι που δεν με καλύπτει απόλυτα για να λέω ότι κάνω θέατρο. Όλο αυτόν τον καιρό κάνω θέατρο επειδή είναι εσωτερική μου ανάγκη. Έκανα τον Hedwig και το Καμπαρέ, που με γέμισαν. Δεν κάνω σκόντο στην ψυχική μου διάθεση. Του χρόνου θα κάνω κάτι που θα με καλύπτει απόλυτα. Προς το παρόν το ψάχνω».
Μπορείς να ζήσεις στην Ελλάδα «καλά» αν απορρίψεις τις τηλεοπτικές δουλειές και ασχοληθείς με θέατρο και κινηματογράφο;
«Ναι, πρώτον, ξέρεις τους λόγους για τους οποίους κάνεις κάτι... άρα, είσαι ψυχικά καλυμμένος από το όποιο κέρδος σου. Και δεύτερον, κάνεις πράγματα από τα οποία δεν εξαρτάται κανένας άλλος και δεν ρισκάρεις παρά μόνο την απόφασή σου. Τότε μπορείς να ζήσεις καλύτερα από το θέατρο. Διαφορετικά... κάνεις και τα δύο και περνάς καλά και στα δύο».
Καταλήγω στην ανάγκη σου για προσφορά ανακοινώνοντας το νέο σου σχέδιο: να διδάξεις μιούζικαλ σε μια προσπάθεια που ξεκίνησε η δασκάλα σου Άννα Πέτροβα.
«Διδάσκω ήδη σε σχολές τα τελευταία χρόνια. Η συνεργασία με την Πέτροβα ήταν κάτι που και οι δυο μας σκεφτόμασταν χρόνια. Λόγω των δικών μου σχεδίων για το θέατρο και των αρκετών υπευθυνοτήτων που είχε εκείνη ως διευθύντρια στη Λυρική Σκηνή, δεν είχε ευοδωθεί η συνεργασία. Φέτος ήταν ευτυχής συγκυρία το So you think you can dance, αφού έτσι πείστηκε κι εκείνη ότι ένας χορευτής πρέπει να γνωρίζει και τις τρεις τέχνες με βάση και τις σπουδές του αλλά και την εξέλιξη των δεδομένων εκτός Ελλάδας. Συνεργαστήκαμε και μπορέσαμε να βάλουμε έξτρα μαθήματα στούντιο που επιλεκτικά μπορεί να παρακολουθήσει κάποιος».
Στη σχολή, εκτός από την Εβελίνα, που θα διδάσκει μιούζικαλ, μεταξύ άλλων ο Αντώνης Καφετζόπουλος θα διδάσκει υποκριτική, η Αποστολία Παπαδαμάκη performing χοροθέατρο, ο Σταύρος Τσακίρης τραγωδία, η Άντζελα Μπρούσκου λόγο πάνω σε αρχαία κείμενα και Παπαδιαμάντη, η Βάλια Αλεξανδράτου μοντέρνο χορό (Μάρθα Γκράχαμ), ο Ζαν Πιερ Στασινόπουλος hip hop και ο Ηλίας Χατζηγεωργίου latin.
Στη σχολή θα συμμετέχουν σημαντικά άτομα από αρκετούς χώρους των τεχνών. Η εξειδικευμένη προσέγγιση του κάθε συνεργάτη θα φέρει στις σκηνές καλλιτέχνες έτοιμους για όλα;
«Η επιλογή και η συνεργασία με καθηγητές πραγματοποιήθηκε πρώτα απ όλα από ένα κοινό κέφι. Πιστεύω στο ήθος και στον τρόπο διδασκαλίας όλων τους. Ο καθηγητής οφείλει να μεταφέρει το κέφι στο μαθητή. Ο καθηγητής είναι το κίνητρο του μαθητή. Ο μαθητής οφείλει απλώς να ενδιαφέρεται γι αυτό που κάνει. Στη συνέχεια οι ρόλοι αλλάζουν και ο μαθητής οφείλει να κυνηγά τον καθηγητή για να πάρει αυτό το λίγο παραπάνω που θα τον κάνει να ξεχωρίσει».
Η ερώτησή μου ίσως είναι σκληρή, αλλά επιλέγω να τη θέσω: Αρκετοί μαθητές ίσως γραφτούν στη σχολή όχι τόσο για να μάθουν χορό, αλλά επειδή γνωρίζουν τους καθηγητές τους από την τηλεόραση. Θεωρείς ότι η φήμη του ηθοποιού, του καλλιτέχνη γενικότερα, είναι ικανή να δώσει τα απαραίτητα εφόδια στους μαθητές που δεν έχουν ξεκαθαρίσει τον επαγγελματικό τους στόχο;
«Το να είναι κάποιος επώνυμος με τη δημοσιογραφική έννοια είναι σαν κατάρα. Αν όμως είσαι επώνυμος που έχεις διεκδικήσει τη φήμη σου με ηθική και ουσία μέσω δουλειάς, τότε έχει κάποια αξία και γνώση όσα χρόνια δουλεύει. Θεωρώ τιμή για τη σχολή μας να διδάσκουν γνωστοί και τόσο σημαντικοί άνθρωποι από κάθε χώρο. Πέρα από τους δημοσιογραφικά γνωστούς, υπάρχουν και άλλοι που έχουν σημαντική καριέρα στο θέατρο. Η αξία σου δεν κρίνεται στο αν είσαι επώνυμος, αλλά στο έργο που παράγεις».
Θα ψήφιζες συναδέλφους σου στις εκλογές ακόμα και αν δεν ήσουν βέβαιη ότι αξίζουν να πάρουν το δικαίωμα να μας εκπροσωπούν στο Κοινοβούλιο;
«Συνήθως ψηφίζω στάνταρ άτομα. Αν κάποιος παρουσιαστεί και με πείσει με την πορεία του και την οντότητά του, θα τον ψήφιζα».
Επανερχόμενος στο θέμα της παιδείας, διδάσκεις και υποκριτική σε μια άλλη σχολή. Γιατί τόσα πολλά παιδιά αποφοιτούν κάθε χρόνο από τις σχολές υποκριτικής και ο μέσος όρος ζωής της καριέρας τους είναι από δύο μέχρι και πέντε χρόνια;
«Δυστυχώς, τα παιδιά γίνονται πολύ γρήγορα αναλώσιμα. Βιάζονται να γίνουν γνωστοί και γι αυτό βάζουν πολύ νερό στο κρασί τους και δεν τους παίρνουν στα σοβαρά. Υπάρχουν και κάποια νέα παιδιά που έχουν επιβιώσει και θα κάνουν σημαντική καριέρα».
Τελειώνοντας, δυσκολότερος ρόλος είναι αυτός της μητέρας, της δασκάλας ή της ηθοποιού;
«Και οι τρεις είναι εξίσου δύσκολοι ρόλοι, με διαφορετικό τρόπο. Στο παιδί πρέπει να δώσεις σωστές κατευθύνσεις, ώστε να μπορέσει να είναι όσο πιο ανεξάρτητο γίνεται στη ζωή του. Χρειάζεται να έχει ως βάση του την ηθική, το σεβασμό στους γύρω, στη φύση και στα ζώα. Στη διδασκαλία σαφώς ένα κομμάτι είναι το ήθος του μαθητή που πρέπει να προβάλεις. Ο μαθητής πρέπει να γνωρίζει τη σημασία του να είναι ειλικρινής και ο καθηγητής να του δίνει με σαφήνεια και ειλικρίνεια τις πληροφορίες που οφείλει να γνωρίζει. Μόνο μέσα από την ανιδιοτελή γνώση θα ξέρει αν είναι έτοιμος και αν αντέχει για να προοδεύσει.
Ως ηθοποιός δεν μπορώ να σου πω πολλά πράγματα. Το μόνο δύσκολο αλλά και καταλυτικά σημαντικό είναι να σέβεσαι τους ρόλος που υποδύεσαι. Όσο για το σκληρό στομάχι του ηθοποιού που λένε, εγώ πιστεύω ότι πρέπει να έχεις στόχο και σε όλα τα υπόλοιπα απλώς να μην ακούς».