Πατέρας Μαρτινιανός: Από χορευτής μοναχός

23.06.2010
Είναι μυθιστορηματική η ζωή του πατέρα Μαρτινιανού. Γεννημένος στην Αγγλία και με σπουδές ψυχολογίας, εργαζόταν στον κλάδο του σε ψυχιατρείο του Σόμερσετ, όταν ένα ισχυρό σοκ τον ανάγκασε να διακόψει την πρακτική του.

Συνέντευξη στον ΧΡΗΣΤΟ ΣΙΑΦΚΟ
φωτό-ρεπορτάζ: Λάκης Γιακουμής

Είναι μυθιστορηματική η ζωή του πατέρα Μαρτινιανού. Γεννημένος στην Αγγλία και με σπουδές ψυχολογίας, εργαζόταν στον κλάδο του σε ψυχιατρείο του Σόμερσετ, όταν ένα ισχυρό σοκ τον ανάγκασε να διακόψει την πρακτική του. Χορευτής στη συνέχεια με διεθνή καριέρα και δικό του μπαλέτο, πίστεψε πως είχε βρει το δρόμο του, όταν ξανά τα πάντα ανεστράφησαν, αποδεικνύοντάς του πως ο «Θεός γελάει όταν βλέπει τους ανθρώπους να κάνουν σχέδια».

Η φωνή στο τηλέφωνο ακούγεται ηδύς με ανεπαίσθητα ίχνη προφοράς, αλλά και με τόνους σιγουριάς. Δείχνει άνθρωπο πλούσιο σε εμπειρία και γνώση. Η απόσταση ανάμεσα στη Μονή της Αποκάλυψης της Πάτμου και στην Αθήνα γρήγορα θα γεφυρωθεί, αφού ο συνομιλητής με άνεση, ίσως και με μια κάποια αδιαφορία πια, θα ξετυλίξει το κουβάρι του ?σίγουρα μυθιστορηματικού... βίου του.

Από την Αγγλία όπου γεννήθηκε ο Μαρτινιανός, κατά κόσμον Τζόναθαν Λουτράρης, το 1946 γύρισε όλο τον κόσμο, για να καταλήξει προς το παρόν στην Πάτμο, πριν συναντηθεί με την ύστατη γαλήνη στο κελί του στο Περιβόλι της Παναγιάς.

Υπήρξε ένας Άδωνης στα νιάτα του, ενώ σήμερα είναι ένας γέροντας που η πνευματικότητα τού χαρίζει γαλήνη και ομορφιά. Είδε το φως της ζωής στο Μπράιτον από πατέρα μικρασιατικής καταγωγής ψυχίατρο και μάνα Αγγλίδα πλαστική χειρουργό. Πολύ νωρίς πήγε σε σχολή χορού, γιατί «γεννήθηκα εφτά μηνών, ήμουν ασθενικό παιδί κι έπρεπε να γυμνάζομαι».

Όμως, ο χορός δεν ήταν κατ’ αρχήν η μοίρα του, αφού έχοντας σπουδάσει ψυχολογία στο Μπρίστολ, άρχισε να εργάζεται στο ψυχιατρικό νοσοκομείο του Γουέλς στο Σόμερσετ. Εκεί η μοίρα έπαιξε το πρώτο της παιχνίδι και τον τραυμάτισε! Ένας από τους ασθενείς του ενώ έμοιαζε να αποθεραπεύεται, αίφνης αυτοκτόνησε. «Βρέθηκα μπροστά σε μια λίμνη αίματος. Έπαθα σοκ», θυμάται.

Μα ως γιατρός δεν είχατε ήδη εικόνα του αίματος και του άλγους;

«Ως νέος άνθρωπος όμως, με όλα όσα ζούσα στο ψυχιατρείο, δεν μπορούσα να αντιδρώ πάντοτε με ψυχραιμία. Δουλειά μου ήταν να προσπαθώ, ώστε οι ασθενείς μου να ενταχθούν ξανά στην κοινωνία. Φανταστείτε την αίσθηση, να χάνεις αίφνης κάποιον από αυτούς; Δεν το άντεξα κι έφυγα για το Μπράιτον».

Όπου η σύμπτωση γέννησε μια νέα καριέρα;

«Ακριβώς! Συνάντησα τυχαία μια φίλη μου, μανεκέν ήταν, αρραβωνιασμένη με τον Ζαν Πολ, το γιο της μαντάμ Μπλουμπέλ, πασίγνωστης χορογράφου στο Παρίσι. Η ίδια μου πρότεινε να πάω στη γαλλική πρωτεύουσα και να περάσω από ακρόαση ως χορευτής. Αντέταξα αρχικά πως χρειαζόμουν χρόνο, ήθελα να επανεκτιμήσω τη ζωή μου μετά τα γεγονότα του ψυχιατρείου, αλλά στο τέλος πείστηκα. Τι θα μου κόστιζε άλλωστε; Από το Γκάτγουικ στο Ορλί η τιμή του εισιτηρίου ήταν αστεία, μόλις 5 λίρες».

Παρίσι, Σαν Ρέμο, Μόντε Κάρλο κι ύστερα στην Άγκυρα, στο Τόκιο, στην Τεχεράνη, στο Κάιρο και στο Άμστερνταμ.

Η κοινωνία των τζετ γίνεται τρόπος ζωής, φτιάχνει το δικό του μπαλέτο, το «Σιρανό», με εννιά χορεύτριες και έναν ακόμα χορευτή. Στην Τεχεράνη ξανά, θα γνωριστεί με τον Σάχη και τη Φαράχ Ντιμπά, θα γίνουν φίλοι, έως το τέλος του πάλαι ποτέ εστεμμένου, στο Κάιρο.

Ύστερα σειρά έχει η Ελλάδα, Αθήνα πρώτα και μετά Θεσσαλονίκη. Σάββατο του Λαζάρου ήταν όταν επισκέφτηκε πρώτη φορά το Άγιο Όρος. Ήθελε να το φωτογραφίσει.

Η μεγάλη απόφαση
Η «περιοδεία» του στις μονές δεν ήταν πάντα ευχάριστη, «οι χορευτές πάνε στην Κόλαση» του έλεγαν. Ο μόνος που έκανε τη διαφορά ήταν ο Παΐσιος στις Καρυές, «αμαρτωλός είναι αυτός που δεν εργάζεται», του είπε.

«Πίστευα τότε όπως όλοι μας. Δεν είχα ακόμα τόσο μεγάλη σχέση με τον Θεό. Ναι μεν δούλευε μέσα μου το χέρι του, αλλά πνευματικά ήμουν ακόμα νήπιο. Μετά την επίσκεψη στο Άγιο Όρος, πέραν του ότι θαύμασα τον τρόπο ζωής των μοναχών, αποφάσισα να μάθω, κι έτσι άρχισα να διαβάζω. Ακόμα, πήγαινα τις Κυριακές στην εκκλησία και την ώρα της Λειτουργίας μονίμως μ’ έπιαναν τα κλάματα. Κατέληξα να φοράω μαύρα γυαλιά. Ήταν τότε που ο πνευματικός μου μου είπε πως ήμουν σαν ένα ώριμο σύκο, έτοιμο να πέσει.

Και πότε πήρατε τη μεγάλη απόφαση;

«Λίγο καιρό αργότερα, στη Νέα Υόρκη. Είχαμε πάει για παραστάσεις και τυχαία στη λεωφόρο Μανχάταν έπεσα πάνω σ’ έναν επαίτη. Φορούσε κασκέτο, το κεφάλι του ήταν σκυμμένο έτσι που δεν μπορούσα να δω το πρόσωπό του, ενώ κρατούσε ένα χαρτόνι που έγραφε "Ο Θεός να σ’ ελεήσει". Το διάβασα ενώ έσκυβα να του δώσω κάτι κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή άλλαξε η ζωή μου. Τότε αποφάσισα, μέσα στο πλήθος της μητρόπολης, πως προορισμός μου ήταν το Όρος».

Έστω κι έτσι, όμως, ο δρόμος του θα ήταν μακρύς ακόμα. Από τη Μονή Διονυσίου, όπου έζησε 6 χρόνια, έχοντας ήδη αποποιηθεί την περιουσία του, υπηρέτησε στη συνέχεια στις Καρυές, βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη κοντά στον Πατριάρχη Βαρθολομαίο και μετά στα Ιεροσόλυμα ως εισηγητής του Πατριάρχη Ειρηναίου.

Πλάνητας υπήρξατε ως κοσμικός αλλά και ως μοναχός.

«Ναι, στην πρώτη περίπτωση ηθελημένα, στη δεύτερη άθελά μου. Ή μάλλον από θέλημα Θεού. Βλέπετε, εγώ ουδέποτε επιδίωξα όλα αυτά τα ταξίδια. Στη Μονή Διονυσίου ως δόκιμος, πριν από σχεδόν 15 χρόνια, πήγαινα στο κοιμητήριο και διερωτόμουν αν θα κατέληγα σ’ αυτό. Δεν είχα σκοπό να φύγω από εκεί, αλλά ξαφνικά συνέβη. Γι’ αυτό λένε πως ο Θεός βλέπει το πρόγραμμα των ανθρώπων και γελάει».

Και το σώμα σας δεν μέτρησε; Οι χορευτές ζείτε με αυτό, ο ναός σας είναι και το εργαλείο σας. Το σώμα σας δεν στάθηκε εμπόδιο;

«Να μην ξεχνάμε, όμως, ότι το πνεύμα μπορεί να επιβληθεί στο σώμα. Αυτή ήταν η δική μου περίπτωση. Έπειτα ήμουν πάντοτε άνθρωπος των άκρων, δεν μπορούσα τις μεσοβέζικες καταστάσεις ούτε στη δουλειά ούτε και στη ζωή μου. Νομίζω πως η απόφασή μου να δωρίσω το σώμα μου στον Θεό ήταν η μέγιστη. Ήθελα να του δωρίσω ό,τι για μένα είχε υπάρξει πολύτιμο».

Από την απόσταση των χρόνων πώς βλέπετε τον ξανθό άγγελο που υπήρξατε;

«Ως ένα τίποτα. Ως ένα άγραφο χαρτί όπου κάποιος έγραψε, όχι εγώ ασφαλώς, αλλά ο Θεός. Κι ακόμα, ως ένα χαρτί που κάποιος ακόμα μπορεί να γράψει ή να διαβάσει κάτι. Και γι’ αυτό παλεύω για το κελί μου στο Άγιο Όρος, που το φαντάζομαι ως χώρο όπου όλοι και απ’ όλα τα δόγματα και τις θρησκείες θα μπορούν να έρχονται, να επικοινωνούν. Είναι για μένα η επικοινωνία ένας κόκκος άμμου που μπαίνει σ’ αυτό το κτίσμα, που λέγεται, αν θέλεις, ειρήνη, κατανόηση, Θεός ή ανθρωπιά».

Τελικά, υπάρχει θείο σχέδιο;

«Βέβαια, και σ’ εμένα αποκαλύφθηκε ξεκάθαρα. Μου έδινε ο Κύριος, σαν να ήμουν νήπιο, λίγη λίγη την τροφή. Σταδιακά θέλησε να καταλάβω. Ναι, όντως υπάρχει θείο σχέδιο. Νομίζω ότι ο Θεός βλέπει κατά την καρδιά του καθενός κι εμείς δίνουμε την άδεια για το μέχρι πού θα φτάσει η ενέργειά του».

Σε μέρες, εβδομάδες ή μήνες; Κοντά είναι η μέρα που στο κελί του 11ου αιώνα στις Καρυές, κελί της Μονής Χιλανδαρίου, αφιερωμένο στον Άγιο Δημήτριο, θα εγκατασταθεί ο Μαρτινιανός. Σε περίοπτη θέση, σ’ ένα ύψωμα, θα υπηρετεί τον Κύριό του, χορτασμένος από τη γνώση της ζωής, λυτρωμένος από αυτήν, νήπιο στα χέρια του τρυφερού πατέρα του, έχοντας ανακαλύψει την ουσία της ύπαρξης μέσα στην ψίχα της επικοινωνίας.