Η νεαρή τραγουδίστρια, για την οποία είχε κυκλοφορήσει η φήμη ότι κλείστηκε σε μοναστήρι, μίλησε για την ιστορία αυτή, ενώ αποκάλυψε ότι κάθε βράδυ πριν κοιμηθεί, ακούει το ραδιόφωνο της εκκλησίας.
Για το αν βίωσε το ρατσισμό εξαιτίας της τσιγγάνικης καταγωγής της, απάντησε: «Όχι. Τουλάχιστον δεν μου το έχουν δείξει. Ούτως ή άλλως, είμαι πολύ καλά με τον εαυτό μου. Στην αρχή ο κόσμος δεν πίστευε ότι είμαι τσιγγάνα και μάλιστα και από τους δυο γονείς. Είναι πολύ όμορφο. Έχει έρωτα. Είμαστε ευτυχισμένοι με απλά και ωραία μικρά πράγματα. Δύσκολα ένας άνθρωπος που έχει τα πάντα από άποψη υλικών αγαθών είναι ευτυχισμένος. Ερωτευόμαστε, αγαπάμε και είμαστε 100% εκεί. Έχουμε πάθος»
Για τα παιδικά της χρόνια, είπε: «Ευλογημένα και ευτυχισμένα. Δε μεγάλωσα σε σκηνή. Το ήθελα όσο δεν φαντάζεσαι. Η μητέρα μου και ο πατέρας μου ήταν εξελιγμένοι σε αυτό το πράγμα. Οι παππούδες μου όμως ζούσαν σε σκηνές. Όταν έβλεπα φωνογραφίες , έλεγα «Μαμά, ποτέ θα ζήσουμε και εμείς σε μια τέτοια σκηνή;» Το ζήλευα πάντα! Ονειρευόμουν να πάμε σε γάμο στην επαρχία. Η γιαγιά μου, παρότι τα παιδιά της, ήταν πολύ καλά οικονομικά, έστηνε τσαντίρι έξω από τη βίλα του γιου της. Είναι πολύ όμορφο. Οι τσιγγάνοι είμαστε ελεύθεροι. Πριν από εφτά χρόνια, είχα πάει στο Παρίσι, όπου με πλησίασαν τσιγγάνες για να μου πουν τη μοίρα μου. Όταν τους είπα πως είμαι τσιγγάνα από την Ελλάδα, τρελάθηκαν. Μιλήσαμε στη γλώσσα μας. Μαγεύτηκα! Είμαι πολύ περήφανη για την καταγωγή μου. Δεν είχα ποτέ κόμπλεξ στη ζωή μου με αυτό το θέμα».
Για το αν εξομολογείται, αποκάλυψε: «Ναι. Ό,τι με βαραίνει το λέω. Επίσης εδώ και ενάμιση χρόνο δε βλέπω πια τηλεόραση, κοιμάμαι ακούγοντας το ραδιόφωνο της Εκκλησίας της Ελλάδος. Έχω βρει την ψυχική μου ηρεμία».
Πηγή - συνέντευξη: περιοδικό ΕΓΩ