Παρά την εκτεταμένη διάδοση του λεγόμενου «δυτικού τρόπου διατροφής», οι λαοί της Μεσογείου εξακολουθούν να διατηρούν, τουλάχιστον ως ένα βαθμό, τις δικές τους ιδιαίτερες διατροφικές συνήθειες. Και μολονότι οι συνήθειες αυτές διαφέρουν αρκετά από περιοχή σε περιοχή, τα πολλά κοινά χαρακτηριστικά τους, με κυρίαρχα την εκτεταμένη χρήση ελαιολάδου και τοπικών προϊόντων, αλλά και η αποδεδειγμένα θετική τους επίδραση στην υγεία οδήγησαν τους επιστήμονες στην καθιέρωση του όρου «μεσογειακή δίαιτα» ή «μεσογειακή διατροφή». Για να μην υπάρξουν, όμως, σκόπιμες παρερμηνείες, αποσαφήνισαν ότι «ο συγκεκριμένος όρος χρησιμοποιείται για να καθορίσει τις διατροφικές συνήθειες που χαρακτήριζαν ορισμένες περιοχές της Μεσογείου στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όπως είναι η Κρήτη, ορισμένα μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας και η Νότια Ιταλία». [Διεθνές Συνέδριο για τη Μεσογειακή Διατροφή, Λονδίνο, 2000]
Από δω ξεκίνησαν όλα: η έρευνα-ορόσημο
Πριν από περίπου πενήντα χρόνια άρχισε μια εκτεταμένη έρευνα σε επτά χώρες (Φινλανδία, Ηνωμένες Πολιτείες, Ολλανδία, Ιταλία, Γιουγκοσλαβία, Ιαπωνία και Ελλάδα), η οποία κάλυψε συνολικά αντιπροσωπευτικό δείγμα 12.500 ατόμων μεταξύ 40 και 60 ετών. Σκοπός της ήταν να διερευνηθεί σε ποια από τις παραπάνω χώρες εμφανίζονται τα μικρότερα ποσοστά θανάτων από καρκίνο και στεφανιαία νόσο και ποια είναι τα αίτια. Από την Ελλάδα μελετήθηκαν μια ομάδα πληθυσμού από την Κρήτη και μία από την Κέρκυρα. Έπειτα από συστηματική μελέτη δέκα ετών, οι ερευνητές ανακοίνωσαν ότι οι κάτοικοι των μεσογειακών χωρών είχαν καλύτερη υγεία από τους κατοίκους των βόρειων χωρών και των ΗΠΑ. Μαζί όμως ανακοίνωσαν και ένα απίστευτο αποτέλεσμα, που έμελλε να κάνει την «κρητική δίαιτα» παγκοσμίως διάσημη: στους κατοίκους της Κρήτης τα καρδιαγγειακά νοσήματα ήταν σπάνια, σχεδόν άγνωστα (!), οι καρκίνοι ήταν κατά πολύ μειωμένοι, ενώ παρατηρήθηκαν επίσης τα χαμηλότερα ποσοστά θνησιμότητας, ανεξάρτητα από την αιτία θανάτου, και τα υψηλότερα μακροβιότητας. Ακολούθησαν κι άλλες έρευνες, αρκετές από τις οποίες συνεχίζονται, που επιβεβαίωσαν τα αποτελέσματα της αρχικής.
Ποια ήταν η περίφημη «κρητική δίαιτα»;
Ο όρος περιγράφει τις παλαιότερες τυπικές διατροφικές συνήθειες των κατοίκων της Κρήτης, όπως αυτές καταγράφηκαν από την «έρευνα των 7 χωρών» αλλά και μεταγενέστερες μελέτες. Σε γενικές γραμμές, το τότε διαιτολόγιο των Κρητικών χαρακτηριζόταν από τη λιτότητα, την εποχικότητα, τη χρήση τοπικών προϊόντων, την ποιότητα των τροφίμων και τις σχετικά απλές, αλλά ευφάνταστες συνταγές που αξιοποιούσαν όλα τα διαθέσιμα υλικά. Πιο συγκεκριμένα:
- Κατανάλωναν καθημερινά πολλά ακατέργαστα δημητριακά, κυρίως σιτάρι και λιγότερο κριθάρι, με τα οποία έφτιαχναν ψωμί, παξιμάδια, ζύμες, ξινόχοντρο και διάφορα άλλα ζυμαρικά.
- Το ψωμί, που ζύμωναν μόνοι τους, κατείχε περίοπτη θέση στη διατροφή τους.
- Δεν έλειπαν ποτέ από το τραπέζι τους οι ωμές σαλάτες με λαχανικά και αρωματικά χόρτα, τα περισσότερα εκ των οποίων καλλιεργούσαν οι ίδιοι ή έβρισκαν αυτοφυή.
- Έτρωγαν πολύ τακτικά όσπρια, όπως ρεβίθια, φακές και κουκιά. Τιμούσαν, επίσης, ιδιαίτερα τα άγρια χόρτα και τους χοχλιούς (σαλιγκάρια).
- Χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική πολλά αρωματικά βότανα.
- Σε όλα τα φαγητά έβαζαν μόνο ελαιόλαδο, κυρίως εξαιρετικά παρθένο, και έτρωγαν πολλές ελιές. Δεν περιλάμβαναν μαγειρικά ζωικά λίπη στο σιτηρέσιό τους, εκτός από την περιστασιακή χρήση στάκας (βούτυρο πρόβειου γάλακτος), συχνότερα ωμής.
- Έτρωγαν ψάρια και θαλασσινά τουλάχιστον 1-2 φορές εβδομαδιαίως.
- Κατανάλωναν πολλά φρέσκα φρούτα και ξηρούς καρπούς, έβαζαν αρκετό σουσάμι σε ψωμί και φαγητά.
- Έφτιαχναν γιαούρτι και τυρί από τα πρόβατα και τα κατσίκια τους, αλλά πολύ σπάνια έτρωγαν το κρέας τους (λίγες φορές μηνιαίως).
- Χρησιμοποιούσαν το τυρί και τα αβγά κυρίως ως συστατικά για διάφορα τοπικά εδέσματα.
- Τα συνήθη επιδόρπιά τους ήταν τα φρούτα και το γιαούρτι, ενώ τα γλυκά, που δεν τα έτρωγαν συχνά, ήταν όλα σπιτικά και είχαν ως βάση το μέλι από τα δικά τους μελίσσια.
- Έφτιαχναν κρασί και τσικουδιά (ρακί). Το κρασί ναι μεν το έπιναν καθημερινά με το φαγητό τους, αλλά πάντα σε μικρές ποσότητες.
- Κατανάλωναν αρκετά αφεψήματα και γενικά ροφήματα από τοπικά βότανα.
- Τηρούσαν πιστά τις νηστείες της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μικρές (π.χ. Τετάρτη και Παρασκευή) και μεγαλύτερες (π.χ. Σαρακοστή), δηλαδή νήστευαν συνολικά 180-200 μέρες ετησίως!
Επιπλέον, είχαν αυξημένη σωματική δραστηριότητα, δούλευαν χειρωνακτικά και περπατούσαν πολύ στη φύση, ενώ δεν πρέπει να μας διαφεύγει ότι γλεντούσαν, χόρευαν και τραγουδούσαν με κάθε ευκαιρία.
ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΤΑΥΡΟ ΔΕΔΟΥΚΟ